Λεξικά
Γραμματική
Παιχνίδια
Φορείς
Λεξικά
Γραμματική
Παιχνίδια
Φορείς
Αναζήτησε τη μετάφραση μίας λέξης
Αναζήτηση
Στο λεξικό είναι καταχωρισμένα 19831 λήμματα
Μετάβαση στο κυρίως περιεχόμενο
Λέξεις από Κ..
κ εξέβεν αρκάν
κ επεκεί
κ εσ
κ έχω τον καιρό μ
κά
κα
καάν (το)
κααναεύω
καανέα (η)
καανεύω
κάβ (το)
καβάζης (ο)
καβάης (ο)
καβάκ (το)
καβάλ (το)
καβαλαρέα (η)
καβαλάρς (ο)
καβάλκεμαν (το)
καβαλκευτά
καβαλκεύω
καβαλκιάζω
καβαλκιαστά
καβαλκιαστός (ο)
Κάβαρα (η)
καβγατσής (ο)
καβέ (η)
καβεδίζω
καβεζελίκ (το)
καβεζές (ο)
καβεκούτ (το)
καβελάρς (ο)
καβελάρτς (ο)
καβετσής (ο)
καβετσιλούχ (το)
καβίδα (η)
καβιτερή (η)
κάβλ (το)
κάβλη (η)
κάβλη καριάρ
κάβλι (το)
καβονάπ (το)
κάβος (ο)
καβούκι (το)
Καβουκλή (το)
καβούν (το)
καβουρβά (η)
καβούρεμαν (το)
καβουρεμένος
καβουρεύκουμαι
καβουρεύω
καβουρμάς (ο)
καβουσμαλής (ο)
καβράν (το)
καβρόν (το)
καγαλκεύω
καγάν (το)
καγανιάζω
καγβέ (η)
καγβετσής (ο)
καγιά (η)
κάγια (η)
Καγιά Ντιπί (το)
Καγιά Τιπί (το)
καγιάνα (η)
καγιόπον (το)
καγιουράδι (το)
κάγκα (η)
καγκαλιδιάουμαι
Κάγκανα (η)
καγκαρεύω
κάγκαρος (ο)
καγκέλ (το)
Καγκέλ ντάγ (το)
καγκελίζω
καγκελλιάζω
καγκελωτός (ο)
καγκιάρ (το)
κάετεν
καεύω
κάζ (το)
κάζ γιαγούν (το)
κάζα (τα)
καζαζλούκ (το)
καζάκς (ο)
καζάν (το)
καζάνεμαν (το)
καζανεύω
καζανίζω
καζάντ (το)
καζαντζής (ο)
καζαντίζω
καζάς (ο)
καζάσκα (η)
καζέα (η)
καζέπης (ο)
καζερόν (το)
καζετεύω
καζίν (το)
καζινεύκουμαι
καζκάρα (η)
καζούκ (το)
κάθ κα
κάθα
καθαείς
καθαέναν
κάθαν
καθάριση (η)
καθεαυτού
καθείς
καθέκαστα (τα)
κάθεν
κάθεν καικά
κάθεν κι αν
κάθεν μερέαν
κάθεν χερού
καθέναν
καθέσιμο (το)
καθέτερος (ο)
κάθηκα (τα)
καθήτρια (η)
καθίζω
καθίν (το)
καθισία (η)
κάθισμαν (το)
καθιστά
Καθιστάντων (η)
καθιστέρ (το)
καθιστέρα (η)
καθιστικόν (το)
καθίστρα (η)
καθίτερος (ο)
καθκεία (η)
καθοίκ (το)
κάθομαι
κάθουμαι
καθώτερος (ο)
και άν
καϊαδάς (ο)
καϊβέ (η)
καίγω
καΐζω
καικά
Καϊλή Καγιά (η)
καΐμ (το)
καϊμάκ (το)
καϊμακαμλούχ (το)
καϊμακάμπς (ο)
καϊμακάμς (ο)
καϊμακάρς (ο)
καϊμέ (η)
καΐμια
καϊμλαεύω
καινούρ (το)
καινουργόχτιστος (ο)
καινουρλαεύω
καϊντές (ο, η)
καίουμαι και μανίουμαι
καϊπανά (η)
καϊπούμαι
καΐπς (ο)
καϊράτ (το)
καϊρέτ (το)
καϊρεύω
καΐρης (ο)
καιριά (η)
καιρός (ο)
καιρού (του)
καΐς (το)
καισιάς (τα)
καΐσιν (το)
καισός (ο)
καϊτέ (η)
κάϊτεν
καϊτούμ (ο)
καϊτουρεύω
καίω
κακά
κακάβ (το)
κακαδέας (ο)
κακαδέβω
κακάδεμαν (το)
κακαδεύω
κακαδίκ (το)
κάκαλα (τα)
κακαλέας (ο)
κακάλμεχτον (το)
κακάλμεχτος (ο)
κάκαλον (το)
κακαλόπα (τα)
κακαλοπλύμ (το)
κακαλτούζια (τα)
κακάν (το)
κακαναστέτος (ο)
κακανίζω
κακάντριστος (ο, η)
κακαρίζω
κακάς (ο)
κακάτς (το)
κακέβγαλτος (ο)
κακεύρετος (ο)
κακέψ (το)
κακίρης (ο)
κακίσκουμαι
κάκκαλον (το)
κακογεννώ
κακογλωσσία (η)
κακογνωμία (η)
κακόγνωμος (ο)
κακοδέβαστος (ο)
κακοζώετος (ο)
κακοζωία (η)
κακοκαιρία (η)
κακοκαρδίζω
κακοκυβέρνητος (ο)
κακολογίζω
κακολογώ
κακολοΐα (η)
κακομαθαίνω
κακομάθετος (ο)
κακομούτσουνος (ο)
κακόν (το)
κακονουνίζω
κακοξοδεύκουμαι
κακοπαθάνω
κακοπάθεμαν (το)
κακοπάθετος (ο)
κακόπαρτος (ο)
κακοπέβγαλτος (ο)
κακοπεγάνευτος (ο)
κακοπείρα (η)
κακοπειραγμένος (ο)
κακοπειράζω
κακοπειράουμαι
κακοπειρία (η)
κακοπερία (η)
κακοπέσετος (ο)
κακοπετριάουμαι
κακοπίταγος (ο)
κακοπίταος (ο)
κακοπροξένετος (ο)
κακορεξία (η)
κακορεξιάζω
κακορούζω
κακός (ο)
κακοσκότωτος (ο)
κακόστοχος (ο)
κακοσύνα (η)
κακοτραγουδώ
κάκου (του)
κακοφάετος (ο)
κακοφαίνεται
κακοφαίνουμαι
κακόφανος (ο)
κακοφορμίζω
κακοχάπαρος (ο)
κακοχείμαγμαν (το)
κακοχειμάζω
κακοχειμία (η)
κακοχείμς (ο)
κακοχείμς (ο)
κακοχούης (ο)
κακοχρέος (ο)
κακοχρονία (η)
κακόχρονον (το)
κακόχρονος
κακόψετος (ο)
κακύνω
κακωσύνια (η)
κάλ (το)
καλ εφτάω
κάλ μαλλίν (το)
καλάγνεφος
καλάδελφοι (οι)
καλαδελφός (ο)
καλάθ (το)
καλαθέα (η)
καλαθήκω
καλαθήκω
καλάθια (τα)
καλαθιάζω
καλαθίνα (η)
καλαθοκέφαλος (ο)
καλαθούνες (οι)
καλαλμέγω
καλάλμεχτος (ο)
καλάμ (το)
καλαμάν (το)
καλαμάνια (τα)
καλαμάρ (το)
καλαμίδ (το)
καλαμίτσα (η)
καλαμπαλίκ (το)
καλαναπάουμαι
καλανθρωπίσκουμαι
καλαντάζω
καλαντάζω τα χάταλα
καλαντακούρ (το)
Καλαντάρα (η)
Καλανταρί εχτριάματα κοριτσί ομνύματα
καλανταρογυρεύτρα (η)
Καλαντάρς (ο)
Καλαντάρτς (ο)
καλαντιάζω
καλαντίασμαν (το)
καλάντισμαν (το)
καλαντογυρεύτρα (η)
καλαντόνερον (το)
Καλαντόφωτα (τα)
καλάντριστος (η)
Καλάντων (το)
καλαπαλούκ (το)
καλαπαλουχλήν (το)
καλαπίταγος (ο)
καλαρθωπία (η)
καλαρμέγω
καλατσεία (η)
καλατσεμένος
καλατσεύω
καλατσεφτέας (ο)
καλατσή (η)
καλατσιευτέας
καλατσιεύω
καλαφάτες (ο)
καλέ (η)
καλέβγαλτος (ο)
καλέμ (το)
καλέμης (ο)
καλεντελίκ (το)
Καλέντων (το)
καλεπίταος
καλεπίφανος
καλερωτώ
κάλεσμαν (το)
καλεστός (ο)
καλετάρ (το)
καλετέντζ (ο)
καλετερίζω
καλέτεροι (οι)
καλέτερος (ο)
καλετός (ο)
Καλετσούκ (το)
καλεύκουμαι
καλέψ (το)
κάλη (η)
καληδρομία (η)
καλημάνα (η)
καλημερία (η)
καλημεριάζω
καληνεσπέρα (η)
καλησπερία (η)
καλησπερίουμαι
καλήτα (η)
καλιαγκούα (η)
καλίβωμαν (το)
καλιβώνω
καλιόν (το)
καλιόνια
καλκάν (το)
καλκεύω
καλλεμέντσα (η)
καλλεντερίζω
καλλετερίζω
κάλλια (τα)
καλλιγνωμία (η)
Καλλιμαρσή (η)
καλλίον (το)
καλλίον (το)
Καλλίστη (η)
καλλιχτέρ (το)
καλλίων
καλλορρίζικος (ο)
κάλλος (το)
καλλύνω
καλμαγάλ (το)
καλοανοίγω
καλογάστρωτο (το)
καλογειτόνευτος (ο)
καλογειτόνευτος (ο)
καλογέλαστος
καλογερίτα (η)
καλογερώ
καλογίνομαι
καλογιός
καλογνεφίζω
καλόγνωμος (ο)
καλόγρια (η)
καλογρίας (ο)
καλογρίτσα (η)
καλόγρος (ο)
καλοδεβάζω
καλοδένω
καλοδέχκουμαι
καλοδουλεύω
καλοδρομία
καλοερεύω
καλοερίτσα (η)
καλοερίτσος (ο)
καλόερον (ο)
καλόερος
καλοερωτώ
καλοζώ
καλοζώετος (ο)
καλοθάνατα
καλοθάνατος
καλοθέκω
καλοθέρ
καλοθύμετος
καλοκαθίζω
καλοκάθομαι
καλοκάθουμαι
καλοκαίρης (ο)
καλοκαιρί
καλοκαιρίζω
καλόκαιρον
καλοκαίρς
καλοκαίρτς (ο)
καλόκακα
καλοκαντούρευτος
καλοκαρακώνω
καλόκαρδα
καλοκαρδεμένα
καλοκαρδίζω
καλοκείμαι
καλοκονεύω
καλοκουίζω
καλοκρατώ
καλομαθάνω
καλομάθετος (ο)
καλομάνα (η)
καλομενύω
Καλομήνα (η)
Καλομηνάς (ο)
καλομηνέσ (το)
καλομηνεύκουμαι
καλομηνιάουμαι
καλόν (το)
καλόν εν να
Καλόνα (η)
καλονάστετος (ο)
καλονάστετος (ο)
καλονουνίζω
καλοξέρω
καλοξετάζω
καλοπαθαίνω
καλοπαθάνω
καλοπαίρω
καλόπαρτος (ο)
καλοπεράνω
καλοπέσετος
καλοπίασμαν (το)
καλοπίταος
καλορίζκος (ο)
καλόριζος (ο)
καλορίτσικος (ο)
καλορριζικία (η)
καλορωτώ
καλός (ο)
καλοσιμώνω
καλοσταλίζω
καλοστεάζω
καλόστιχος (ο)
καλόστομος
καλοστοχάσκουμαι
καλοστόχευτος (ο)
καλοστρατεύω
καλοστρατίζω
καλοσύνα (η)
καλοσυνεύω
καλοσυντσώνω
καλοτερώ
καλοτίμετος
καλοτοπίουμαι
καλοτσαμώνω
καλοτσουπώνω
καλοΰφαστος (ο)
καλοφάζω
καλοφαΐα (η)
καλοφανεμένος (ο)
καλοφάνθουμαι
καλοφανίζω
καλοφανίουμαι
καλόφανος (ο)
καλοχαλαεμένα
καλοχαρτζεύω
καλοχειμάζω
καλοχρονία (η)
καλοχτενίζω
καλοψένω
καλόψυχος (ο)
καλπαζάνος (ο)
καλπάκ (το)
καλπάκι (το)
καλπάχ (το)
κάλπης (ο)
καλπιζανιά (η)
καλπιζάνος (ο)
καλτάκα (η)
Καλτάντων (το)
καλτιρίμ (το)
καλτουρούμ (το)
Κάλτσασα (η)
καλτσοτσίπ (το)
καλτσοτσούπ (το)
καλυβτσής (ο)
καλύνω
καλύπτρα (η)
καλυτερεύω
καλύτερος
κάλφ (το)
κάλφος (ο)
καλώ
καλωριάζω
καλωρίαστον (το)
καλωρίαστος (ο)
καλωσόρεμαν (το)
καλωσορεύω
καλωσορθιάζω
καλωσορίζω
καλωσύνα (η)
καλωσώρεμαν (το)
καλωσωρεύω
κάμα (η)
κάμα (το)
καμάκα (η)
καμακέα (η)
καμακούλα (η)
καμακουλωμένος (ο)
καμακουλώνω
καμακώνω
καμάρα (η)
καμάριν (το)
καμαροφρύδα (η)
καμαροφρύδια (τα)
καμαρώνω
καμαρωτέρ (το)
καμαρωτόν (το)
καμαρωτός (ο)
κάμαση (η)
καματά (τα)
καματέρ (το)
καματερεύω
καματερόν (το)
καματερός (ο)
καματερωσύνη (η)
καματεύω
καματίζω
κάματον (το)
κάματρο (το)
καμάτσ (το)
καμέλ (το)
καμελάφ (το)
καμελτσής (ο)
κάμερ
καμέσ (το)
καμετέρ (το)
καμιζόλα (η)
καμίν (το)
καμινησία (η)
καμίνι (το)
καμίνιν (το)
καμινώνω
καμινωσία (η)
καμινωτέρ (το)
καμίς (το)
καμισώβρακον (το)
καμμία
καμμίαν
καμμονή (η)
καμνητέρ (το)
κάμνω
καμνωτέρ (το)
καμονή (η)
καμουσλούκια (τα)
καμπάνα (η)
καμπαναρείον (το)
καμπανίζω
καμπάτ (το)
Κάμπος (ο)
καμπόσ (οι)
κάμποσος (ο)
καμποτίτσα (η)
καμπούρ (το)
καμπούρα (η)
καμπουριάζω
καμπούρτς (ο)
καμπουρώνω
καμσιλαεύω
καμσίν (το)
καμτσίκ (το)
καμψέα (η)
καμψή (η)
καν
Κάν (το)
κάν καμμίαν
καναάτ (το)
καναβλήν φουσέκ (το)
Κανάκ (το)
κανάκεμαν (το)
κανακεύω
κανάλ (το)
κανάν
κανάτ (το)
κανάτι (το)
κανάτια (τα)
καναχάτ (το)
κανεί
κανείμαι
κανείνας
κανείς (ο)
κανείται
κανένας
κανέσ (το)
Κανέτες (ο)
Κανέτκον μήλον (το)
κανεύω
κανιά (τα)
Κάνις (ο)
κανληκατήρτς (ο)
κανλής
καννάβ (το)
κανναβοκέφαλον (το)
κανναβορράμμιν (το)
κανοκιάλ (το)
κανόμηλον (το)
κανόνα (η)
κανόνα (τα)
κανόναρχος (ο)
κανονικόν (το)
κανόνιν (το)
κανσίν (το)
καντάρ (το)
καντάρ αγατσίν (το)
κανταρτζής (ο)
κάντζα (η)
καντζαρεύω
κάντζαρος (ο)
κάντζια (η)
καντζιμίτρα (η)
καντζιμύτρα (η)
καντζιμύχτρα (η)
καντζίν (το)
καντζολοεύω
καντζός (ο)
καντζοσίρβ (το)
καντή (η)
καντήλα (η)
καντηλαεύω
καντηλανάφτες (ο)
καντηλήν (η)
καντηλίν φουσέκ (το)
καντούρεμαν (το)
καντουρεμένος
καντουρεύω
καντραμάδα (η)
κάντρες
καντρίδι (το)
κάντριον (το)
κάντρον (το)
καντρούκ (το)
καντρούκια (τα)
καντρουκώνω
καξαμάν
κάομαι
κάουμαι
Καούρνταγ (τα)
κάπ
κάπ και που
κάπα
κάπα (η)
Καπά Κιλσέ (το)
καπαέτ (το)
καπάκ (το)
καπακλής (ο)
καπακλία (τα)
καπακώνω
καπαμάς (ο)
καπάν (το)
καπανεύκουμαι
καπανεύω
καπαρά (η)
καπαρεύω
καπάρης (ο)
καπάρμουτι (το)
καπάταης (ο)
καπατεμένος
καπατεύκουμαι
καπατεύω
καπάτσ (το)
καπάτσια (η)
καπαχάτ (το)
καπαχατλής (ο)
Καπήκιοϊ (το)
καπηλειό (το)
καπηλός (ο)
καπίκ (το)
καπιλέ (η)
καπίστρ (το)
καπιτανπετάκας (ο)
καπιτζλαεύω
καπιτιανέος (ο)
καπίτς (το)
καπιτσαρλούχ (το)
καπιτσάρς (ο)
καπιτσεύω
καπλαμάς (ο)
καπλάντ (ο)
καπλιτέρ (το)
καπνίζω
καπνοκούρ (το)
κάπνον (ο)
καπνός (ο)
καπνοσακκούλα (η)
καπνοσάκουλον (το)
καπνόφυλλα (τα)
κάποθεν
κάποιος
κάπου
καπούκ (το)
καπούλ (το)
καπουλούχ (το)
καρά (η)
Καρά Μουσταφάς (ο)
καρά περτσίν (το)
καρά φουντούκ (το)
καρά χαπάρ (το)
καράβ (το)
καραβάνα (η)
καραβόβαρκα (τα)
καραβόνα (η)
καραγάτς (το)
καραέτσ (το)
Καραϊσάρ ντάγ (το)
Καράκαγια (η)
καρακαχπέ (η)
Καράκεβεζίκ (το)
καρακίδ (το)
καρακίδι (το)
καρακιδώνω
Καρακιόης (ο)
καρακιόλ (το)
καρακοθεία (η)
καρακόλ (το)
Καρακοτύλ (το)
καρακουλάκ (το)
καρακωμένος
καρακώνω
καρακωτίδ (το)
καραλαεύω
Καράλη
καραμανλής (ο)
καραμουτωμένος
καραμουτώνω
Καράμπουρνου (το)
καράνα (η)
καραντίνα (η)
καραούσ
Καράπαν (το)
καραπάσης (ο)
καράπερτιν (το)
καράπερτσιν (το)
καραπερτσίνης (ο)
καραπιστάν (το)
καραπουρτσάκ (το)
καράς (ο)
Καράσαρης Γωνέα (η)
καράταουκ (το)
Καρατίρ (το)
καρατοχούμ (το)
καρατσάλκον
καραφούλ (το)
Καραφούλα (η)
καρβόν (το)
καρβονοζώμ (το)
καρβοντζιλούχ (το)
καρβών (το)
καρβών (το)
καρβωνώνω
κάργα (η)
καργιόλα (η)
κάρδα (η)
καρδία (η)
καρδιακός (ο)
καρδίας (τα)
καρδιάτες (ο)
καρδίτσα (η)
καρδοκαίουμαι
καρδοπαίζω
καρδοπαίξιμον (το)
καρδόπον (το)
καρδοπονίος (ο)
καρδοπονίουμαι
καρδοπονίτα (η)
καρδοπονίτα (η)
καρδόπονος (ο)
καρδοπονώ
καρδοτάραγμαν (το)
καρέζ (το)
καρενέσ
καρενέσια (τα)
καρενίτα (η)
καρεφτός (ο)
καρή (η)
καριάρ (το)
καρίκ (το)
καρίπης (ο)
καριπία (η)
καρίπισα (η)
καρίπκα
καριπλανεμένος
καριπλανεύκουμαι
καρίπς (ο)
καρκαλάκ (το)
καρκαρίζω
καρκάρισμαν (το)
καρκάς (ο)
καρκατζιόνα (το)
καρκατσώνω
καρκέλλ (το)
καρκοπάτσια (τα)
καρμάνα (η)
καρμανίζω
καρμαντζωμένος
καρμενέτς (το)
καρμενέτσα (η)
καρμενετσιάζω
Καρμούτ (το)
καρνακότς (το)
καρνάλ (το)
καρναλέα (η)
καρνάλλ (το)
καρναλοκέφαλος (ο)
καρνίζω
καρνομμάτς (ο)
καρντάσσι (το)
κάρνωμαν (το)
καρνώνω
καρότσα (η)
καρούλ (το)
καρούς (ο)
καρπαίνω
καρπάρ (το)
καρπέτια (τα)
καρπίτσια (τα)
καρπόβουλον (το)
καρπούζ (το)
Καρπούζα (η)
καρπουζάπ (το)
καρπύνω
καρπώνω
καρσάν (το)
καρσανέα (η)
καρσανοκοίλτς (ο)
καρσί
καρσιλάεμαν (το)
καρσιναλάεμαν (το)
καρσού
καρσουλαεύω
καρτάλ (το)
κάρταλον (το)
κάρταλος (ο)
καρτάς
καρτάς ιμ
καρτασλούκ (το)
καρτελίζω
καρτζάζω
καρτζαλώνω
κάρτζια (τα)
καρτιάνος (ο)
κάρτικα (τα)
κάρτικος (ο)
καρτλάεμαν (το)
καρτλαεύω
καρτόλ (το)
κάρτον (το)
Καρτουλάντων (το)
καρτόφ (το)
καρτοφέα (η)
καρτοφένιος (ο)
καρτοφλίν (το)
κάρτς (ο)
καρτσάλα (η)
καρτσαλώνω
καρτύνω
καρύδ (το)
καρυδοκάντζ (το)
καρυδοκάντς (το)
καρυδοσίρβ (το)
καρυδόφυλλον (το)
καρφί (το)
καρφίν (το)
καρφόπον (το)
καρφώνω
κάς (το)
κασαβέτ (το)
Κασάνης (ο)
κασαντούρια (τα)
κασαού (η)
κασαπά (η)
κασαπλούκια (τα)
κασαπλούχ (το)
κασαπόσκυλον (το)
κασάπς (ο)
κασαπσιλούχ (το)
κασαπχανά (η)
Κάσγα (η)
κασελώνω
κασιαούν (το)
κασιαουνίζω
κασιαούνισμαν (το)
κασίκ (το)
κασίκια (τα)
κασίμς (ο)
κασιμωτός (ο)
κασίτιλια (τα)
κασκανεύκουμαι
κασκαούδα (η)
κασκαούτα (η)
κασκάρ (το)
κασκάρα (η)
κασκάρας κρομμύδ
κασκαρίκ (το)
κασκαρίκα (η)
κασκαρίκαν (η)
κασκαρίκον (το)
κασκαρίτζα (η)
κάσκας (ο)
κασκάσος (ο)
κασμάς (ο)
κασνάκς (ο)
κασουκάκι (το)
Κάσταγη (η)
Κασταμονή (η)
καστάνα (η)
καστανίτσα (η)
καστανοκούρ (το)
κάστανον (το)
καστέλ (η)
καστίλια (τα)
Καστόρ (ο)
κάστρεν (το)
κάστριον (το)
καστρόλιθος (ο)
κάστρον (το)
καστροπαραδότες (ο)
καστροπόδα (τα)
καστρόπορτα (η)
καστροπόρτιν (το)
κάστρος (ο)
καστροσείουμαι
καστρότοιχα (τα)
καστρόχτιστος (ο)
κάσχια (τα)
κάτ
κάτ
κάτ (το)
κατ ερωτώ
κατ καί
κάτ ναν
κάτα (η)
κατάβαση (η)
καταβάτα (τα)
κατάβραδα (τα)
καταγλαθιάζω
καταγριζεύω
καταδέχκουμαι
καταδεχτικός (ο)
καταδιακρώνω
καταδιπλωμένον (το)
καταθάρια (τα)
καταθάρρια (τα)
καταθαρρώ
καταθέκω
κατάθεμαν (το)
κατακάθ (το)
κατακάθομαι
κατακαίω
κατακαρδώ
κατακαρδώνω
κατακαρσί
κατακέφαλα
κατακεφαλάζω
κατακεφαλάουμαι
κατακέφαλος (ο)
κατακιφαλάουμαι
κατακλαδεύω
κατακλαδιάζω
κατακλαίω
κατακλάν (το)
κατακλάνια (τα)
κατακλανιάουμαι
κατακλάνω
κατακλειδωμένον (το)
κατακλειδώνω
κατακλέφτω
κατακλημίδ (το)
κατακλημιδιάουμαι
κατακλίδ (το)
κατακλίθω
κατακλιμίδ (το)
κατακλυσμός (ο)
κατακλώσκουμαι
κατακορδώνω
κατακοσκινίζω
κατακουράζω
κατακουρτώ
κατακόφτω
κατακρίνω
κατακυλίζω
κατακυλίουμαι
κατακωλύνω
κατακωλώ
κατακώσκουμαι
καταλάι
καταλαχού
καταλύνω
καταμάγια (η)
καταμασώ
καταματούμαι
καταμεσού
καταμήνια (τα)
καταμνύω
καταμούρταρος (ο)
καταμούταρος
καταναδόσιος (ο)
κατάνιφτος (ο)
κατάντικρυ
καταντώ
κατάνυχτα
καταπατώ
καταπιάνω
καταπιάσκουμαι
καταπλάνω
καταπλάσκουμαι
καταπλούμιστος (ο)
καταπραγιάζω
καταπραγιώ
καταπραένω
καταπρασινίζω
καταραμενία (η)
καταραμέντσα (η)
καταράσκουμαι
καταρούμαι
καταρράχτε (η)
καταρράχτης (ο)
καταρράχτια (τα)
καταρράχτρα (τα)
καταρωτώ
κατασκάνω
κατασκίζω
κατασκοτώνω
κατασπάνω
κατάσταση (η)
καταστέκω
κατάστιχον (το)
καταστρέφω
καταστροφίας (τα)
καταστρώνω
κατασυρμονή (η)
κατασύρω
κατασωρίν (το)
κατατάουμαι
κατατογραεύω
κατατόρνευτος (ο)
κατατρυπαίνω
κατατσακλίζω
κατατσακούμαι
κατατσιακλίζ
κατατσιακλίζω
καταφάετον (το)
καταφρονία (η)
καταφρονώ
καταχαλάνω
καταχαράζω
καταχολιάσκουμαι
καταχρεούμαι
κατάχρηση (η)
καταχτόνια (τα)
Καταχώρι (το)
κατέβα (το)
κατεβασία (η)
κατεβόδωμαν (το)
κατέδοξα (τα)
κατεμούτ (το)
κατεμούτα (τα)
κατενά
κατενή (η)
κατένιγμαν (το)
κατενίζω
κατένισμαν (το)
κατενός (ο)
κατενόχορτον (το)
κατέξοδα (τα)
κατεπούλ (το)
κατεργάρτς (ο)
κάτεργον (το)
κατέφαρα
κατεφορία (η)
κατεφορίζω
κατεφορίτες (ο)
Κατεφορίτης (ο)
κατέφορος (ο)
κατηβάζω
κατήφορα
κατηφορίζω
κατηφορίτες
κάτι
κατί
κάτια (τα)
κάτιλα
κατιλεός
κατιμνώ
κατιρτζιλούκ (το)
κατιρτσής (ο)
κατιρτσιλούκια (τα)
κάτις
κατιφέ (η)
κατοπούλ (το)
κατορκίζω
κατορωρώ
κατορωτώ
κατοσώρ (το)
κατούδ (το)
κατουδιάζω
κατούρεμαν (το)
κατουρέτς (το)
κατουρτσής (ο)
κατουρώ
κατουσιάουμαι
κατράν (το)
Κατρανής (ο)
κατράνιτζα (η)
κατρανώνω
Κατρούλ (το)
κάτς
κάτς
κατσά (η)
κατσάκ (το)
κατσάκης (ο)
κατσάκς (ο)
κατσακτσής (ο)
κατσάν κατσανά
κατσαπήρα (η)
κατσαπιάν (το)
κατσαπινάουμαι
κατσαπράν (το)
κατσαπύρα (η)
κατσάτιν (το)
κατσατούρα (η)
κατσεύω
κατσιανίουμαι
κατσιανιχτέρα (η)
κατσικάρ (το)
κατσίμαλη (η)
κατσίν (το)
κατσίν μαλλίν
κατσιπετρώματα (τα)
κατσιρεύω
κατσκάρ (το)
κατσκάρα (η)
κατσκαράς (ο)
κατσκάρας (τα)
κατσκαρλαεύω
κατσογραία (η)
κατσοδέτρια (η)
κάτσος (ο)
κατσουρεύω
κατσοφτέρ (το)
κατσώνω
κάττα (η)
κατωβάζω
Κατώγλι (το)
κατωθίτσι
κατωθύρ (το)
κατώϊ (το)
κατωκέρετσον (το)
κατωφύρ (το)
κατωχείλεγος (ο)
Κατωχώρ (το)
καυγά (η)
καυκάλ (το)
καυκαλιδιάζω
καυκαύτσα (η)
καυκί (το)
καυκίζω
καυκίν (το)
καυκίσκουμαι
καυκισκούμαι
καυκομμάτς (ο)
καΰσι (το)
καυτερός (ο)
καυτός (ο)
καυχέας (ο)
καυχενίζω
καυχία (η)
καυχίζω
καυχίος (ο)
καυχίσκουμαι
καυχούμαι
καφά (η)
καφαλτή (η)
καφάραλης (ο)
καφασάρ (το)
καφατάρς (ο)
καφατάρτς (ο)
καφεσλήν (το)
καφεσλία (τα)
καφετζής (ο)
καφιαλής (ο)
καφκίν (το)
καφούλ (το)
καφουλοτόπ (το)
καφούρα (η)
καφουριάζω
καφουρίζω
καφσαλάξ (ο)
κάχλα (η)
καχλέας (ο)
καχλίζω
καχπέ (η)
καχπελούκ (το)
καχπόγλης (ο)
κάχρ (το)
κάψιμον (το)
καψούκ (το)
κε
κεάσκεαμ
κεβεδίζω
κεβεζελίκ (το)
κεβεζελούκ (το)
κεβεζές (ο)
κεβεζλαεύω
κεβκίρ (το)
κεβτέ (η)
κεγιά
κεζάπ σουΐν (το)
κεζάς (ο)
κεζεντίν (η)
κεζιατεύω
κεζίν (το)
κεζινεύκουμαι
κεζντιρεύω
κεζντουρεύω
κειάν
κεικά
Κέϊλικια (η)
κείμαι
κείμαι κα
κειμήλιον (το)
Κεΐς αρκ (το)
κέϊφ (το)
κεϊφσιζλαεύω
κεϊφσίκς (ο)
κεϊφσούκς (ο)
κεκεβιχτά
κεκές (ο)
κεκέσης (ο)
κέλ ζαμάν
κελαηδία (η)
κελαηδώ
κελάρ (το)
κέλαρος (ο)
κελαρώνω
κέλε
κελέκ (το)
κελέν κιτέν
κελεπούρ (το)
κελέτσα (η)
κελετώνω
κελέφ (το)
κέλης (ο)
κελιαεύω
κελίν (το)
κελίν ελτιρέν (το)
Κελκίτ (το)
κελπαστή (η)
κελπερή (η)
κελπερίτσα (η)
κελπετίν (η)
κελπετού (η)
κελτέκ (το)
κελτεκόν
κελτεκούμαι
κελτζέας (ο)
Κελώνσα (η)
Κελώρα (το)
κέμ (το)
κεμανέ (η)
κεμεντζέ (η)
κεμεντζετζής (ο)
κεμεντζετσής (ο)
κεμέρ (το)
κεμέρα (η)
κεμέρκον (το)
κεμέρτς (ο)
κεμερτσήδες (οι)
κεμερωτός (ο)
κεμέσ (το)
Κεμί πελί (το)
κεμιτζής (ο)
κενάρ (το)
κεναρλήν καμίς
κεναρλούς (το)
κενεζίν (το)
κενές (το)
κενέφ (το)
κενιής (ο)
κενίσκα
κενισλούχ (το)
κενταρόσπορος (ο)
κεντεζίν (το)
κεντέσ (το)
κεντή (η)
κεντί κεντινέ
κεντικελέ (η)
κεντράδ (το)
κεντριάζω
κεντρίν (το)
κέντρισμαν (το)
κεντρώνω
κεντώ
κενώνω
κένωσον
κέξ
κεπαζέ
κεπαζελούκ (το)
κεπαζές (ο)
κεπαπλούχ (το)
κεπαπτσίδικον (το)
κεπεζέν (η)
κεπεζές (ο)
Κεπέκλησια (η)
κεπέκς (ο)
κεπέσης (ο)
κεπικά (τα)
κεπίν (το)
κεπουρεύω
κερά
κεράζω
κεραμέτ (το)
κεραμίδ (το)
κεραμιδένες (ο)
κεραμίδωμαν (το)
κεραμιδώνω
κεράν (το)
κεράς (το)
Κεράσα (η)
Κερασέα (η)
κεράσι (το)
κερασινέσ
κερασινόν (ο)
Κερασινός (ο)
κέρασμαν (το)
κερασοζώμ (το)
Κερασούλα (η)
Κερασουνός (ο)
κερατάδοι (οι)
κερατάς (ο)
κέρατον (το)
κερβά γιολιν (το)
κερβάν (το)
Κερβάνα (η)
κερβαντζήδες (οι)
κερβαντζής (ο)
κερδαίνω
κερδίζω
κερέ
κερεκή (η)
κερέλαδον (το)
κέρεμεν (το)
κερεμέτ (το)
κερεντέα (η)
κερεντές (το)
κερεντή (η)
κερεντίζω
κερεστέ (η)
κερεστενλής
κερεστετσής (ο)
κερεστετσίδικο (το)
κερέτσ (το)
κερέτς (το)
κερετσώ
κερεύω
κερί καλάν
κεριά (η)
κεριάν
κεριλαεύω
κερίν (το)
κερκελιάουμαι
κερκέλλ (το)
κερλέκια (τα)
κερμούτς (το)
κεροπάν (το)
κερόπον (το)
κερόφουστρον (το)
κερπιά (η)
κερτάν (το)
κερτανλίκ (το)
κερχανά (η)
κερχανατζής (ο)
κές
κεσάς (ο)
κεσάτ (το)
κεσατλαεύω
κεσατλούκ (το)
κεσέ (η)
κεσιά (η)
κεσίμικα (τα)
κεσκέκ (το)
κεσκελέκ (το)
κεσμέ (η)
κεσμίκιν (το)
κεστέκ (το)
κετίς (το)
κετίσ (το)
κετουρουτσής (ο)
κέτσ (το)
κέτς κελία
κέτσα (η)
κετσαμάν (το)
κετσεύω
κετσιάζω
κετσινεύω
κετσινία (η)
κετσίτ (το)
κεφ (το)
κεφαλάρ (το)
κεφαλή (η)
κεφαλογράμμ (το)
κέφαλος (ο)
κεφαλοτύρι (το)
κέφιν (το)
κεφκί (το)
κεφλής (ο)
κεχρίν (το)
κεχριπάρα (η)
κηκίδ (το)
Κήπος (ο)
κήπρος (ο)
κηφαλοπονίον (το)
κηφαλόπονος (ο)
κι
Κι άλλο χσείρ
κι άμ
κι πειράζ(ει)
κι'αν
κι'αρ
κιά
κιαβαζαλαεύω
κιαβαζωτός (ο)
κιαβκίρ (το)
κιαβούρης (ο)
κιαβραεύω
κιαβράκ (το)
κιαβρακωτός (ο)
κιαγχιάς (ο)
κιαζιατεύω
κιαζίν (το)
κιαζινεύκουμαι
κιαζινευτά
κιάζμια (η)
κιαζντουρεύω
κιαζπαϊτσιλίκ (το)
κιαζτουρεύω
κιακιάκς (ο)
κιαλαπουρτζής (ο)
κιαλκιάτς (το)
κιαλλά (η)
κιαλπαρίτσα (η)
κιαλπατή (η)
κιάμ
κιαμάρκον (το)
κιαμαρλής (ο)
κιαμάτς (το)
κιαμιτσής (ο)
κιαμούλτς (ο)
κιάμπς (ο)
κιανά (η)
κιανέ
κιαντζλαεύω
κιάντζος (ο)
κιαντή
κιαντη κιαλάν
κιαντιμά (η)
κιαντιντάν
κιαπαζαλούχ (το)
κιαπαλάκ (το)
κιαπαλακλής
κιαπιαζιάς (ο)
κιάρ (το)
κιαραμάτ (το)
κιαραστά (η)
κιαρκιλάεμαν (το)
κιαρκιλαεύω
κιαρμασά (η)
κιαρμιασιαούδα (η)
κιαρτεύω
κιασάπς (ο)
κιασέ (η)
κιασιά (η)
κιασκίν (το)
κιασμάν (η)
κιαστουρεύω
κιατίπς (ο)
κιατσίνεμαν (το)
κιατσινεύω
κιατσίτ (το)
κιαφκίρ (το)
κιαχαγιάς (ο)
κιαχταπίρα
κιβανεύκουμαι
κιβάτς (το)
κιβέλτα (η)
κιβενεύκουμαι
κιβιάνεμαν (το)
κιβιανεύκουμαι
κίβρα
κιγιαμέτ (το)
κιδών
κιζέλα (η)
κίζεμαν (το)
κιζευτό (το)
κιζεύω
κιζηρεύω
κιζίμ (η,το)
κιζίρτς (ο)
Κιζλάρ Αγα (το)
κικάμ (το)
κικίδια (τα)
κικίμ (το)
κικίν (το)
κικνάρ (το)
κίλ πελιν (το)
Κιλαϊδία (η)
κιλάκ (το)
Κιλί Πογάρ (το)
κιλίδ (το)
κιλίκ (το)
κιλίμ (το)
κιλτίν (το)
κιμέτς (το)
κιμιγιά (η)
Κιμισχανά (η)
Κιμισχαναλίδικον απίδ (το)
Κιμισχαναλίδικον μήλον (το)
Κιμισχανάς απίδ
κιμπάρκον (το)
Κιμπατούρ (το)
κινά με
κινάρ τσιτσέγιν (το)
κινέϊ (το)
κίνηση (η)
κινθέα (η)
κινθιάζω
κιντατλούχ (το)
κιντατοπλύμ (το)
κιντέα (η)
κιντίν (το)
κινώ
Κιόβ τεπε (το)
κιοβραεύω
κιοβτά (η)
κιοβτέ (το)
κιόγια
κιόζ ταση (η)
κιόζ τασιν (το)
κιοζατεύω
κιοζέ (η)
κιοζετεύω
Κιοϊνίκ (το)
κιόκ (το)
κιόλ (το)
κιόλα
κιολκέ (η)
κιολκιά (η)
Κιολτντόσης (ο)
κιολτούκ (το)
κιομπρίκ (το)
κιόνξ (το)
κιοντζής (ο)
κιοπέκ (ο,το)
κιοπεκλίκι (το)
κιοπόγλου (ο)
Κιοπρί πάση (το)
κιορά
κιοράν
κιόρκια (τα)
κιορμαμίης (ο)
κιορμαμισλούχ (το)
Κιορταλόγλου (το)
κιορτάν (το)
κιόρτς (ο)
κιορώνω
κιοσάδες (τα)
κιοσάς (ο)
κιοσέ (η)
κιοσεύω
κιοσκίν (το)
κιοσλεμέ (η)
κιοστάκ (το)
κιοτζιακλίκ (το)
Κιοτύλια (τα)
κιουβέτς (το)
κιουκιούρτ (το)
κιουκιουρτέα (η)
Κιούλ αλή (το)
κιούλγιαγον (το)
κιούλια (τα)
Κιουλιαχμάνης (ο)
Κιουλιτζέ Αγήλ (το)
κιουλλάχ (το)
κιουλπιαστή (η)
κιουλτσά (η)
κιουλτσιτσαγούν (το)
κιουλχάνμπεης (o)
κιουμπουρλαεύω
κιουν τογρισί (το)
κιούπ (το)
Κιούπκον (το)
κιούρ (το)
κιουριουλτί (η)
κιουρλαεύω
κιουρούσεμαν (το)
κιουρουσεύω
κιουρουτλή (η)
Κιουρτζής (ο)
κιουρτούκια (τα)
Κιουρτούν (το)
κιουσκιλιαεύω
κιουσκίν (το)
κιουσπάτ (το)
κιουτουρούμ (ο)
κιουτούχ (το)
κιουτρούμ (ο)
κιοφτέ (η)
κιοχαγιάς (ο)
κιπί
κιπίρ
κιπρίτ (το)
κιπρίτια (τα)
κίρ ατλης (ο)
Κίρ μπαγί (το)
κιραλαεύω
κιρατζής
κιρατσής (ο)
κιρέτσ (το)
κιρετσιάζω
κιρετσλαεμένος
κιρετσλαεύω
κιριάτσ (το)
κιριατσχανά (η)
Κιρικλή
κιρίν (το)
κιρίς (το)
κιρίσχ (το)
κιρίτς (το)
κιριτσχανά (η)
κιρουλτή (η)
κιρουλτία (τα)
κιρπίτ (το)
Κιρτζής (ο)
κιρτσινίζω
Κισά Κιαβουρολούς
κισίπ (ο)
κισκή (η)
κισμέτ (το)
κισνιάκς (ο)
κισπέτ (το)
κισπετλής (ο)
κισσάδ (το)
κιστάνια (τα)
κίτ ζαμάν
κιτάρ (το)
κίτι κίτι
κίτικος (ο)
κιτίς (το)
κιτούκ (το)
κίτρενος (ο)
κιτρινάδ (το)
κιτρινίτσα (η)
κίτσι κίτσι
κιφάλ (το)
κιφαλοκόφτες (ο)
κιφαλόνερα (τα)
κιφαλοπέτς (το)
κιφαλοπονίον (το)
κιφαλόπονος (ο)
κιφαρλαεύω
κιφιστάν (το)
κλάδεμαν (το)
κλαδεμάτ (το)
κλαδευτέρ (το)
κλαδεύω
κλαδιάρ (το)
κλαδιάτικον (το)
κλαδώνω
κλαίγω
κλαίη (η)
κλαιμέας (ο)
κλαινίζω
κλαίνισον
κλαίντ'σον
κλαίω
κλανίον (ο)
κλάνω
κλάσιμον (το)
κλαστέας (ο)
κλαυθμονή (η)
κλαψέας
κλάψιμον (το)
κλαψίος (ο)
κλεθρίν (το)
κλείδα
κλειδίν (το)
κλειδίτσα (η)
κλειδώνω
κλειδωτήρ (το)
κλέμαν (το)
κλερθένες (ο)
κλερθιλούχ (το)
κλέφτες (ο)
κλέφτω
κλεψία (η)
κλεψιμάτ (το)
κλέψιμον (το)
κλεψίον (το)
κλεψίος (ο)
κλεψισμάτ (το)
κλεψιστά
κλήμαν (το)
κληματαρέα (η)
κλητήρας (ο)
κλητόρια (η)
Κλητώ (η)
κλιβάν (το)
κλίθω κιφάλ
κλινάρ (το)
κλινιάν (το)
κλίνω
κλίνω κιφάλ
κλίσιμον (το)
κλίσκουμαι
κλιστά
κλογκλόζα (τα)
κλουκίζω
κλούκισμαν (το)
κλύδα (η)
κλύσκουμαι
κλώθητι
κλωθογύρισμαν (το)
κλώθω
κλώνια (τα)
κλωράρ (το)
κλώσ (η)
κλώσιμον (το)
κλωσκού
κλώσκουμαι
κλωστάδραχτον (το)
κλωστής (ο)
κλωστός (ο)
κλωστοτήανον (το)
κλωστοτήγανον (το)
κνέθω
κνεσίον (το)
κνεσίος (ο)
κνέσκου!
κνέσκουμαι
κνισσίζω
Κοάς (το)
κοβαλάεμαν (το)
κοβαλαεύω
κοβάλεμαν (το)
κοβαλώ
κοβλάκ (το)
Κοβλακά (η)
κοβλακάς (ο)
κοβλακιάζει
κοβλακιάζω
κοβλακίτσα (η)
κοβόρ (το)
κοβόρι (το)
κοβόρια (τα)
κοβοριάζω
κοβοτίτσα (η)
κοβοτσούτσα (η)
Κογκά (η)
κογκορόζ (το)
κογκορόης (ο)
κοδέσπαινα (η)
κοδεσπαινεύκουμαι
κοδεσπαινεύω
κοδεσπαινιακά
κοδεσπαινιακόν (το)
κοδεσπαινιακός (ο)
κοδίζω
κοδώνω
κοζάλα (η)
κοζατσλανής (ο)
κοζέρτα (τα)
κοθεύω
κοθίν (το)
Κοιλάδ (το)
κοιλέας (ο)
κοιλία (η)
κοιλίδ (το)
κοιλιόρφανος (ο)
κοιλόθρησκος (ο)
κοιλοπονήτρα (η)
κοιλόπονος (ο)
κοιλοπονώ
κοιλορφάνιστος (ο)
κοιλόρφανος (ο)
κοιλώνω
κοιμάται
κοιματίζω
κοιμηθίος (ο)
κοιμησίος (ο)
κοιμητέρ (το)
κοιμητήρ (το)
κοιμίζω
κοιμιστέας (ο)
κοιμούμαι
κοϊμτζής (ο)
κοϊνιάκ (το)
Κοινώνησα (η)
κοινωνία (η)
κοινωνίζω
κοκκάμπαρον (το)
κοκκάρ (το)
κοκκάς (ο)
κοκκένεν ψωμίν (το)
κοκκιένιος (ο)
κοκκίν (το)
κόκκινα ρούχα
κοκκινάπ (το)
κοκκινέας (ο)
κοκκινίζω
κοκκινιώ
κοκκινογούλ (το)
κοκκινόκολος (ο)
κοκκινόκωλον (το)
κοκκινομύτκον πουλίν (το)
κόκκινος (ο)
κοκκινόφορος (ο)
κοκκινοχριάσκουμαι
κοκκίτκον (το)
κοκκοβιάζω
κοκκύζω
κοκκυμέλα (η)
κοκκυμελένεν (ο)
κοκκυμελιές (ο)
κοκκύμελον (το)
κοκκυμελοσίρβ (το)
κοκκυτζιάουμαι
κοκκύτζος (ο)
κοκκύτσος (ο)
κοκόβ (το)
κοκόβια (τα)
κοκοζλανεύκουμαι
κοκόνα (η)
κοκονάρ (το)
κοκονίτσα (η)
κοκορεύκουμαι
κοκότρεμαν (το)
κοκοτρεύω
κόλ μαλλίν (το)
κολάγια
κολαεύω
κολάζω
κολάι (το)
κολάια
κολαϊλεύω
κολαϊλούκ (το)
κολακεία (η)
κολάκεμαν (το)
κολάν (το)
κολαρίστικος (ο)
κόλαση (η)
κολάσκουμαι
κολαστήρια (τα)
κολατίζω
κολατίουμαι
κόλατο σα κρίματα σ
Κολάχα (η)
κόλε
κολελέσ (το)
κολέμπαλον (το)
κολέντζ (το)
κολεντζιάζω
κολεντζού (η)
κολετζού (η)
κολίντερον (το)
κολισαύρα (η)
κολισάφρα (η)
κόλισμαν (το)
κόλληση (η)
κολλίζω
κολλιμένος (ο)
κολλίουμαι
κόλλισμαν (το)
κολλιστέρ (το)
κολλιχτέρ (το)
κολλιχτός (ο)
κολοβάνα (η)
κολογκιδάπ (το)
κολογκυδάς (ο)
κολογκυδοκέφαλος (ο)
κολογκύθ (το)
κολογκυθάπ (το)
κολογκυθάς (ο)
κολογκυθέα (η)
κολοδέμ (το)
κολόθ (το)
κολοκάθ (το)
κολοκαθεσία (η)
κολοκαθεσίον (το)
κολοκάθια (τα)
κολοκάθουμαι
κολοκλώσκουμαι
κολοκνεσίον (ο)
κολοκνέσκουμαι
κολοκορφιάουμαι
κολολεύω
κολομέρ (το)
κολοπέτζ (το)
κολοπετζέας (ο)
κολοπετζώ
κολόπετσος (ο)
κόλος (ο)
κολοσκωσίον (το)
κολοσπίξιμον (το)
κολοσπόγγιν (το)
κολοσύρω
κολοτρίφκουμαι
κολοτρυπίδα (η)
κολοφώλ (το)
κόλπιον (το)
κολσούζης (ο)
Κολτάντων (τη)
κολτούκ (το)
κολτουρεύω
κολτσίνα (η)
κολτσούκ (το)
κολυμπετής (ο)
κόλφε (η)
κόλφια (τα)
κόλφιος (ο)
κόλφος (ο)
κόμ (το)
κομάρ (το)
κομαρλούκια (τα)
κομαρλούχ (το)
κομελέσ (το)
κομέρκ (το)
κόμμαν (το)
κομμάτ (το)
κομματιάζω
κομματόπον (το)
κομματοριάουμαι
κομμενοτζούρωτος (ο)
κομμενόχρονος (ο)
κομπεμένος (ο)
κομπόμηλα (τα)
κομπούμαι
κομπώθ
κόμπωμαν (το)
κομπώνομαι
κομπώνω
κόμπωσον
κομπωτής (ο)
κομσολαεύω
κονάκ (το)
κονάρα (η)
κονγιάκ (το)
κονδύλι
κόνεμαν (το)
κονέτα (η)
κονεύω
κονίδα (η)
κονιδιάζω
κονιδώ
κονοποίγ!
κονοποίουμαι
κονοτσούτσα (η)
κονουσευτά
κονουσεύω
κόντ (το)
κοντάκ (το)
κοντακέα (η)
κοντάργισε
κονταρέα (η)
κοντάρι (το)
κοντάτσικος
κοντές (το)
κοντέσα (η)
κόντζ (το)
κοντίκος (ο)
κοντίτσικος (ο)
κοντογούλτς (ο)
κοντοδονίζω
κοντοκάμισος (ο)
κοντολασία (η)
κοντολογής
κοντοπάτσαχος (ο)
κοντοπίθαρος (ο)
κοντοπόενα (η)
κοντός (ο)
κοντοσκάλκον (ο)
κοντοσοσονίζω
κοντοτάτκον (το)
κοντουρεύω
κοντούφαλος (ο)
κοντοφτάνω
κοντοφώης (ο)
κοντόχρονος (ο)
κοντραμπάντο (το)
κοντύλ (το)
κοντυλίδ (το)
κοντυλιδιάζω
κοντυλογραμμένος (ο)
κοντύνω
Κόπ (το)
κοπάλ (το)
κοπαλάεμαν (το)
κοπαλαεύω
κοπαλέα (η)
κοπαλίζω
κοπαλίτα (η)
κοπαλίχτρα (η)
κοπαλώνω
κοπάνιγμαν (το)
κοπανίζω
κοπάνισμαν (το)
κοπέλ (το)
κοπελού (η)
κοπιδιάζω
κοπίς (το)
κοπούκ (το)
κόπουμαι
κοπρέα (η)
κοπρέτα (η)
κοπρίζω
κόπρισμαν (το)
κοπρίφτυαρον (το)
κοπρογούριν (το)
κοπροζώμ (το)
κοπροθέκα (η)
κοπροθές (το)
κοπροθέτ (το)
κοπροκάλαθον (το)
κοπρομένος (ο)
κοπρομούμουλον (το)
κόπρον (ο)
κοπροούριν (το)
κόπρος (ο)
κοπρώνω
κοπσάδας (τα)
κόρ οϊν
κόρ σεϊτάν (ο)
κορακίδ (το)
κορακοφώλια (τα)
κορακώνω
κορακωτήρι (το)
κορασίτα (η)
κοράσον (το)
Κοράτσα (η)
κόρδα (η)
κορδύλ (το)
κορδυλάζω
κορδύλιαγμαν (το)
κορδυλιάζω
κορδυλιάουμαι
κορδώνω
Κορέλ (το)
Κόρη Άννα (η)
κορίδι (το)
κορίτ (το)
κοριτζάλα (η)
κοριτζιακός (ο)
κοριτζόντας
κοριτσότε (η)
κόρκ (το)
κορκέας (ο)
κορκέλλια (τα)
κορκελλιάζω
κόρκια (τα)
Κορκοτά (η)
κορκοτιάζω
κορκοτίτα (η)
κορκότον (το)
κορλασεύω
κορλής (ο)
κορμαμίης (ο)
κορμίν (το)
κόρογκα (η)
κορόης (ο)
κορομάζ
κορόμηλον (το)
κορός (το)
κορόσος (ο)
Κορούμ (το)
κορούμαι
κορτέν (το)
κορτεστίν (το)
κορτζόπον (το)
κόρτσας (τα)
Κορτσάφ (το)
κορτσίδ (το)
κορτσίν (το)
κορτσόπον (το)
κορφάδ (το)
κορφή (η)
κορφίτσα (η)
κορωμένος (ο)
κορώνα (η)
κορώνας λαθύρ
κορώνας ποστάλ
κορωνέα (η)
κορωνίδ (το)
Κορώνιξα (η)
κορωνίτσος (ο, η)
κορώνω
κός (ο)
κός κοτσά
κόσα (τα)
κοσέα (η)
κοσεάν (η)
κόσεμαν (το)
κοσεμένος (ο)
κοσεύω
κοσιεύω
κόσιος (ο)
κοσκίν (το)
κοσκινέα (η)
κοσκινίζω
κοσκινόκωλος (ο)
κόσκινον (το)
κοσκινοτρύπ (το)
κοσκοβόρα (η)
Κοσμά (το)
κοσμέτες (ο)
κοσμογύριστος (ο)
κοσμοδεβάζω
κοσμοδέβαση (η)
κοσμοδόνα (τα)
κοσμολαεύω
κόσμος (ο)
κόσος (ο)
κοσού (η)
κοσπίτα (η)
κοσσάρ (το)
κοσσάρα (η)
κοσσαριάζω
κοσσαροκλέφτες (ο)
κοσσαροπούλ (το)
κοσσαροφάγεια (τα)
κοσσαρόφτειρα (η)
κοσσούτσα (η)
κοσσώνω
κοστέλ (το)
κοστελιάζω
κοστελώνω
Κοστορτός (το)
κοστουρεύω
κότ (το)
κοτάν (το)
κοτανίσματα (τα)
κοτέα (η)
κοτέας (τα)
κοτέρ (το)
κοτεριάζω
κοτέτσ (το)
κοτζαγκέλ (το)
κοτζάκ (το)
κοτζάκαρη (η)
κοτζακιάζω
κοτζακόφυλλον (το)
κοτζαμάνος (ο)
κοτζάνιφτος (ο)
κοτζαπάς (ο)
κότζι κότζι
κοτζοκέφαλα (τα)
κοτζοκέφαλος (ο)
κοτζορρύμ (το)
κοτζώνω
κοτιάζω
κότον (ο)
κοτοπούλλ (το)
κοτόσ (το)
κοτοσιώνω
κότς (η, το)
κότσ κοτσά
κότσα (η)
κοτσά (το)
κοτσαγκέλ (το)
κοτσάκ (το)
κοτσάκαρη (η)
κοτσακιάζω
κοτσακτσής (ο)
κοτσάμ
κοτσαμάν
κοτσαμάνος (ο)
κοτσάνιφτος (ο)
κοτσάπασης (ο)
κότσεμαν (το)
κοτσερόν (το)
κοτσεύω
κοτσιαμάν (οι)
κοτσιεύω
κοτσίζω
κότσισμαν (το)
κοτσίφτυαρον (το)
κοτσιχτά
κοτσοδάχτυλον (το)
κοτσοδόντ (το)
κοτσοδούλ (το)
κοτσοκέρ (το)
κοτσοκέφαλον (το)
κοτσοκέφαλος (ο)
κοτσολάμπ (το)
κοτσολεύκ (το)
κοτσομάκελλον (το)
κοτσόν (ο)
κοτσόν (το)
κοτσοπατώ
κοτσοπέτεινος (ο)
κοτσορρύμ (το)
κότσος (ο)
κοτσοτάνος (ο)
κοτσοτύφαγκον (το)
κοτσόφ (το)
κοτσοχούλαρον (το)
κοτσοχώρ (το)
κοττοβός (ο)
κοττοβώνω
κοττοκέφαλος (ο)
κόττος (ο)
κότυλα (η)
κοτύλα (η)
κοτύλι (το)
Κοτύλια (τα)
κουβαλαεύω
κουβαλετό (το)
κουβαλεύω
κουβαλώ
κουβάρ (το)
κουβαριάζω
κουβαριάουμαι
κουβέτ (το)
κουβετλής (ο)
κούγια (η)
κουγιάκ (το)
κουδίζω
κουδούκ (το)
κουδουκέα (η)
κουδουκιάζω
κουδουκίζω
κουδούν (το)
Κούζαννα (η)
κουζεύω
κουζί (το)
κούζκον (το)
Κούζος (ο)
κούζουμ (η)
κούζω
κουή (η)
κουθούκ (το)
κουθούρ (το)
κουΐ πουτσάχ
κουΐζω
κουϊλία (τα)
κουίν (το)
κουιρούκ (το)
κούκ (τη)
κουκάρ (το)
κουκάρα (η)
κουκαράς (ο)
κουκαρίνα (η)
κουκαρών
κουκαρώνω
κουκκούδ (το)
κουκκούτσ (το)
κούκος (ο)
κουκοτσκίν (το)
κούκουβα
κουκουβάκα (η)
κουκουβιάζω
κούκουδας (ο)
κουκούλ (το)
κουκούλα (η)
κουκουλίτσ ο γάμον
κουκουλούμαι
κουκουλώνω
κουκούμ (το)
κουκουμίζω
κούκουρα
κουκουράς (ο)
κουκουρίκος (ο)
κούκουρος (ο)
κουκουρώνω
κουκουτεύω
κουκούτς (το)
κουκουχτάνος (ο)
κουκρώνω
κούλ κουρπάν
κουλακεύω
κουλανεύω
κουλάντζ (το)
κουλαούζια (τα)
κουλάριν (το)
Κουλάτ (το)
κουλάτ μπογαζί
Κουλάτ ντάγ (το)
κουλία (η)
κουλίδια (τα)
κουλίζω
Κουλίκ (το)
κούλικον (το)
κούλισμα (το)
κουλίτσ (το)
κουλίφ (το)
κούλκον (το)
κουλούφ (το)
κουλώνω
κούμ (το)
κούμα κουτούζ
κουμάγια (η)
κουμάνγια (η)
κουμαντάρης (ο)
κουμανταρίζω
κουμάντο (το)
κουμάς (το)
κουμαχά
κουμέτς (το)
κουμλίν (το)
κουμούλ (το)
κουμουλαεύω
κουμουλιάζω
κουμουλιάουμαι
κουμούλιασμαν (το)
κουμουλιαστός (ο)
κουμουλόπον (το)
κούμουλος (ο)
κουμούς (το)
κουμπαρολάλεμαν (το)
κουμπάρσα (η)
κουμπάρτσα (η)
κουμπαρωσύνη (η)
κουμπαρωσύνια (η)
κουμπίτα (η)
κουμπίτσι (το)
κουμποσπάλερον (το)
κουμψός (ο)
Κουνάκα (η)
κουναλία (η)
κουνάπ (το)
κουνέμπαλα (τα)
κουνίν (το)
κουνοδέμα (τα)
κουνοκώλ (το)
κουνοπαίδ (το)
κουνουδεύω
κουνούπα (η)
κουνουπιάουμαι
κουνοχάραγμαν (το)
κούντ (το)
κουντά
κούντεμαν (το)
Κουντέν (το)
κουντένα (τα)
κουντένες (οι)
κουντετά
κουντζί (το)
κουντζίζω
κουντζίν (το)
κουντίν (το)
κουντό
κούντορον (ο)
Κουντούρα (η)
κουντούρας (τα)
κουντούρατσης (ο)
κουντουρατσούης (ο)
κουντουρέσ (ο)
κουντουρί 17 έλεαν ότι ανοίεται η πόρτα τη άνοιξης
Κούντουρος (ο)
κουντώ
κουντώνω
κούπα
κουπάλα (η)
κουπαλής (ο)
κούπιγμαν (το)
κουπίζω
κουπίουμαι
κουπιχτά
κουπιχτής (ο)
κουπλέ (η)
κούπος (ο)
κούρ (το)
κούρ ατλης (ο)
κούραγμαν (το)
κουράδ (το)
κουράζω
κουράουμαι
κουραστάρ (το)
κουρατάν (το)
κούρβα (η)
κουρδιστήρ (το)
κουρδουγκέλια (τα)
κούρεμαν (το)
κουρεμένος (ο)
κουρεμέντσσα (η)
κουρεύκουμαι
κουρεύω
κουρθαρένεν σιρβά (το)
κουρίν (το)
κούρκα (η)
κουρκαντσάρια (τα)
κουρκαντσοκλαδοκοπώ
κουρκαντσοκλαδοκοφτέρ (το)
κουρκουλίζω
κουρκουλούμαι
κουρκουντέλ (το)
κουρκουντελέας (ο)
κουρκουντελίαγμαν (το)
κουρκουντελώ
κουρμπάν (το)
κούρνα (η)
κουρνάζης (ο)
κούρος (ο)
Κουρούζα (η)
κουρούζκον (το)
κουρούκς (ο)
κουρουλεύκομαι
κουρουλεύκουμαι
κουρούμπ (το)
κουρουμπών
κουρουμπώνω
κουρουντία (τα)
κουρουσπάδ (το)
κουρουσπάλ (το)
κουρπάν (το)
κουρπέτ (το)
κουρπλαγκός (ο)
κουρσάντος (o)
κουρσάρον (ο)
κουρσεύκουμαι
κουρσεύω
κουρσίμ (το)
κουρσίν (το)
κούρσος (ο)
κούρτα (η)
κουρτάης (ο)
Κουρτάντων (η)
κουρτάρεμαν (το)
κουρταρεύω
κουρταρομονή (η)
κούρτεμαν (το)
κούρτης (ο)
Κουρτία (η)
κουρτίζω
κούρτικα (τα)
κούρτος (ο)
κουρτούκ (το)
κουρτώ
κούρφα (η)
κουρφέας (ο)
κουρφείον (ο)
κουρφετζέας (ο)
κουρφετσέας (ο)
κουρφετσιάρτς (ο)
κουρφεύκουμαι
κουρφεύω
κουρφία (η)
κουρφίζω
κούρφιμαν (το)
κούρφιξον !
κούρφισμαν (το)
Κουσερά (η)
κουσκανέας (ο)
κουσκάνεμαν (το)
κουσκανεύκουμαι
κουσκανία (η)
κουσκανιάρης (ο)
κουσκαντσέας (ο)
κουσκουντέρα (η)
κουσκουντέρα (η)
κουσκούρ (το)
κουσκούρ (το)
κουσκουρέα (η)
κουσκουριάζω
κουσκουσιάνος (ο)
κουσκουτσέρα (η)
κουσκουτσούρα (η)
κουσλούκ (το)
κουσμέτ (το)
κουσούρ (το)
κουσουρεύω
κουσουρλής (ο)
Κουσπιδή (η)
κουσπίτα (η)
κουσπίτας (τα)
κούστ (το)
κούστ νερόν
κουστάρ (ο)
Κουστελάντων (το)
κουστιάζω
κούστιλιν (το)
κουστκούρ (το)
κουστούμ (το)
κουστουρεύω
κουστώνω
κούτ (το)
κούτ κούτ
κουτάβ (το)
κουταβιάζω
κουτάλ (το)
Κουταλά (το)
κουταλιάζω
κουταλίζω
κουταλίτσος (ο)
κουταλμά (η)
κουτεντές (ο)
κουτεσία (τα)
κουτεύω
κουτζεύω
κουτζή (η)
κούτζουρα
κουτζουρέας (ο)
κουτζουρός (ο)
κούτης (ο)
κούτι κούτι
κουτίν (το)
κούτκα ναχάκτα
κουτκουτία (η)
κουτνίν (το)
κουτνοσπάλερον (το)
κουτοπούλι (το)
κουτούζ (το)
κουτουζλαεύω
κουτουής (ο)
κουτούκι (το)
κουτούκς (ο)
κουτούλα (η)
Κούτουλα (η)
κουτουλίζω
κουτούνα (η)
κουτουπανιάζω
κουτουπανίζω
κουτούρ (το)
κουτούρεμαν (το)
κουτουρεμένος (ο)
κουτουρεύω
κουτουρομονή (η)
κουτουρού
κουτούσε (τα)
κουτουφαλίζω
κουτούφαλος (ο)
κουτρίζω
κουτρουλιά (η)
κουτρουπίτσα (η)
κούτς
κούτσα (η)
κουτσή (η)
κούτσι μούτσι
κουτσιή (η)
κουτσίκ (το)
κούτσιρα
κουτσοκέφαλον (το)
κουτσούκης (ο)
κουτσουκλαεύω
κουτσούλ (το)
κουτσουπανίουμαι
κούτσουρα (τα)
κουτσουρεύω
κουτσουρίζω
κουτσουρώ
κουΰζω
κούφα (η)
κουφαλαεύω
Κουφαλάντων (τη)
κουφαλεύω
κουφατσής (ο)
κουφατσιλούκ (το)
κουφοκάρ (το)
κουφοκάρα (τα)
κουφολογώ
κουφολόεμαν (το)
κουφόμηλον (το)
κουφόξυλον (το)
κουφοστάτες (ο)
κουφώνω
κουχνουτέα (η)
κουχνουτιάζω
κουχνουτιάρ (το)
κοφίν (το)
κόφλιος (ο)
Κόφτ καρφία
κοφτά
κοφτερίδα (η)
κόφτουμαι
κόφτω
κοχαρίζω
κοχάρισμαν (το)
κοχλάζω
κοχλάκιασμαν (το)
κοχλακίζω
κοχλάκισμαν (το)
κοχλιάζω
κοχλίδ (το)
κοχλίδι (το)
κοχλιός (ο)
κόχλος (ο)
κοχράκα (η)
κοχρακόλιθος (ο)
κοψάδας (τα)
κοψέα (η)
κοψεάδας (τα)
κοψιάδα (η)
κοψίδια (τα)
κοψιμάτ (το)
κρά
κράζω
κραματίζ
κραματίζω
κραμπίζω
κραμπίν (το)
κράν (το)
κρανάτα (η)
Κράνιαγ (το)
Κρανοχώρι (το)
κράξ (η)
κράξιμον (το)
κραού (η)
κράρ (το)
κραρωτός (ο)
κρασίν (το)
κρασόποτος (ο)
κρατέα (η)
κράτεμαν (το)
κρατησεύκουμαι
κράτος (το)
κρατώ
κρατώ χολή
κρέας (το)
κρεατιθάκκον (το)
κρεατικόν (το)
κρεατοζώμ (το)
κρεατοκούρ (το)
κρεατόπον (το)
κρεατοσίρβ (το)
κρεατώνω
κρεβάτ (το)
κρεβατικά (τα)
κρεβατοθήκα (η)
κρέμα
κρεμάλα (η)
κρεμαλίζω
κρεμάμενος (ο)
κρεμανταλάς (ο)
κρεμάνω
κρεμάστε (η)
κρεμαστός (ο)
Κρεμέτες (ο)
κρεμίζ άγυραν
κρεμίζω
κρεμίουμαι
κρέμισμαν (το)
κρεμιστέρας (τα)
κρεμοκόπουμαι
κρεμοκώλ (το)
κρεμός (ο)
κρεμούλ (το)
κρεμπεάδ (το)
Κρένασα (η)
κρένερα (τα)
κρενίζω
κρενίν (το)
κρενίουμαι
κρεντήρ (το)
κρεοπεάδ (το)
κρεπή (η)
κρεπίδ (το)
κρεπίζω
κρεπίν (το)
κρεποστέλ (το)
κρήνη (η)
κριάρ (το)
κριαρίτσα (η)
κρίαρον (ο)
κρίαρος (ο)
κρίδαμον (το)
κριθάρ (το)
κριθαρένιος (ο)
κριθαρίτσα (η)
κριθαρόψωμον (το)
κρίθινος (ο)
κρικατάκ
κρίμαν (το)
κριματίζω
κριματιστέρ (το)
κρίνον (ο)
κρίνος
κρίντζ (το)
κρίνω
κρίς (η)
κρίση (η)
κρίτας (τα)
Κρίτης (ο)
κρομμύδ (το)
κρομμυδοτήγανον (το)
κρομμυδοφάγας (ο)
κρομμυδώνω
κρονή (η)
κρόντικα (τα)
κροπή (η)
κρός (το)
κρόσι (το)
κροσταλίδ (το)
κρούγω
κρούγω έναν κιφάλ
κρούγω τσενγκεάν
κρούει ισχούν
κρούει με κα
κρουμπία (τα)
κρούντζ (το)
κρουσί (το)
κρουσταλίδ (το)
κρουσταλλίδια (τα)
κρούτζ (το)
κρούω
κρούω και παίρω
κρούω λάχτας
κρούω ρωθών
κρούω χέρ
κρούω ωτίν
κρυάδα (η)
κρυαίνω
κρυαρός (ο)
κρυβίσκουμαι
κρυολογεί
κρυολόγεμαν (το)
κρυολογώ
κρύον (ο)
κρύος (ο)
κρύφας
κρύφκουμαι
κρυφοί (οι)
κρυφοκόριτσον (το)
κρυφός (ο)
κρυφοταΐζω
κρυφοταΐσματα (τα)
κρυφοτερώ
κρυφοτζιτίζω
κρυφοτσαμπλίζω
κρυφοτσιαμπλίζω
κρυφταρέα (η)
κρυφτερίτσα (η)
κρύφτω
Κρώμ (η)
Κρωμέτες (ο)
Κρώμνη (η)
κρωπέα (η)
κρωπή (η)
κρωπίζω
κρωπίν
κυδών (το)
Κυδωνά (το)
κυδωνάτες (ο)
κυδωνιάτες (ο)
κυλημερίζω
κυλιβαράουμαι
κυλιβαρίζω
κυλιβαρίουμαι
κυλίδ (το)
κυλίζω
κυλιντέρ (το)
κυλίντρ (το)
κυλιντρίζω
κυλιντρόξυλα (τα)
κυλίουμαι
κυλιχτά
Κύμινα (το)
κυνηγεύω
κυνηγόσκυλον (το)
κυνηγοτόπ (το)
κυνήϊν (το)
κυπαρές (το)
κυπαρίσσ (το)
κυπαρισσένος (ο)
κυρά (η)
κυργερή (η)
κυριακάδ (το)
Κυριακάντων (τη)
κυρολόϊ (το)
κυρότε (η)
κυρουκά (τα)
κυρουκάς (τα)
κύρτς (ο)
κυρώνω
κυττάρ (το)
κύτταρον (το)
κχυμένος
κχύνω
κχύνω
κωδόν (το)
κωδών (το)
κωδωνέα (η)
κωδωνιάτες (ο)
κωδωνίζω
κωδωνώνω
κωλέα (η)
κωλεβγάνα (η)
κωλισάφρα (η)
κωλοβάνα (η)
κωλοβερτίτσα (η)
κωλοζίνκα (η)
κωλοκάθ (το)
κωλολείχτες (ο)
κωλολείχω
κωλολεύω
κωλοπέτσα (η)
κωλοπίς
κωλοπίστ
κώλος (ο)
κωλοσάφλα (η)
κωλοσάφρα (η)
κωλοσκωσίον (ο)
Κωλοτράτσας (ο)
κωλοτρύπ (το)
κωλόφτερον (το)
κωλοφώλ (το)
κωλύ!
κωλύομαι
κωλύουμαι
κωλύω
κωμ (το)
κών (το)
κωνοπίουμαι
κωνώπ (το)
κωνωπίουμαι
κωπέλλ (το)
κωπελλού (η)
κωπίδ (το)
κωπίν (το)
κωσσάρα (η)
κωσσαροκλέφτης (ο)
κωσσέα (η)
κωσσού (η)
κωσσώνω
Κωτιάνης (ο)
κώτος (ο)
κωφίζω
κωφολεμένος
κωφοξύλαβον (το)
κωφόξυλον (το)
κωφός (ο)
κωφότα (η)
κωφοτσούτσα (η)
κωφώνω
κωφωτά
κωφωτίτα (η)
κωφωτός (ο)