Λεξικά
Γραμματική
Παιχνίδια
Φορείς
Λεξικά
Γραμματική
Παιχνίδια
Φορείς
Αναζήτησε τη μετάφραση μίας λέξης
Αναζήτηση
Στο λεξικό είναι καταχωρισμένα 19831 λήμματα
Μετάβαση στο κυρίως περιεχόμενο
Λέξεις από Σ..
σα
σα κουτουρού
σαάν (το)
σααπής (ο)
σααπλανεύκουμαι
σααπσούζκος (ο)
σααπσουής (ο)
σαάρ (το)
σααρπής (ο)
σαάτ (το)
σαάτ κερής
σαβανιάζω
σάβανον (το)
σαβανώνω
σαβάτ (το)
σαβάχ (το)
σάβαχος (ο)
Σάββα (η)
σαββανής
σαβέκ (το)
σαβεύω
σαβούρεμαν (το)
σαβουρεύω
σαβουσεύω
σάγ σελίμ
σαγαμπής (ο)
σαγάν τασίν
σάγγι
σαγιάκ (το)
σαγιάν
σαγίν (το)
σαγιτεύω
σάγκα (η)
σαγκί
σαγκιάρ (το)
σάγκιταμ
σαγκούλτασιν (το)
σαγλάμ (το)
σαγλαμλαεύω
σαγλαμλούχ (το)
σαγλάμπς (ο)
σαγλάμς (ο)
σαγξάρ (το)
σαεύω
σαεύω
σάζ (το)
σάζ (το)
σαζάν (το)
σαζεύω
σαηλούχ (το)
σαής (ο)
σαΐ (το)
σαϊγού (η)
σαϊκουλής (ο)
σαΐμ (το)
σαϊμαμαζλούχ
σαϊμλής
σαϊνοπούλλ (το)
σαΐνος (ο)
σαΐντζ
σαϊρανοί (οι)
σαΐτα (η)
σακά
σάκα (η)
σακαλής (ο)
σακάς (ο)
σακατεύω
σακατλούχ (το)
σακάτς (ο)
σακατώνω
σακέρ (το)
σακιάρ (το)
σακκιάζω
σακκίζω
σακκίν (το)
σακκονάρα (τα)
σακκούλ (το)
σακκούλα (η)
σακκουλέα (η)
σακκουλιάζω
σακκουλιάρ (το)
σακκουλοδέμ (το)
σακκουλοξύστε (η)
σακκουλοξύστες (ο)
σακκουλώνω
σακκωνάρ (το)
σάκος (ο)
σακωνάρ (το)
σάλ (το)
σάλα (η)
σαλά (η)
σαλάκ
σαλάκ (το)
σαλακιάζω
σαλάκιασμαν (η)
σαλάκς
σαλαλάγγ (το)
σαλαμάνταλα (τα)
σαλάξ (ο)
σαλάσ (το)
σαλάχ (το)
σαλαχαναλούκ (το)
σαλαχανάς (ο)
σαλαχανεύκουμαι
σαλαχανεύω
σαλαχανίον (το)
σαλαχλούκ (το)
σαλάχς
σαλβάρ (το)
σαλβαράς (ο)
σαλβαρλής (ο)
σαλβαρούμαι
σαλβαρώνω
σαλγάμ (το)
σαλγούνιν (το)
σαλετέν (το)
σαλεύω
σάλια (τα)
σαλιάκ (το)
σαλιάν (το)
σαλιδιάζ
σαλινεύκουμαι
σαλίτκος (ο)
σαλλεύω
σαλμά (η)
σαλμίν (το)
σάλνταρα μάλνταρα
σαλόης (ο)
σαλοπάτιν (το)
σαλορράμμ (το)
Σαλούτ (το)
σάλτα (η)
σαλτά (η)
σαλταζού (η)
σαλταμάρκα (η)
σαλταμάρκα (η)
σαλτανάτ (το)
σαλτανατλής (ο)
σάλταρα
σαλτεύω
σαλτουριάζω
σαλτουρμά (η)
σάμ γελιν
σάμα (η)
σαμαβάρ (το)
σάμαν
σαμάν (το)
σαμανιάζω
σαμανιάουμαι
σαμάντο
σαμάρ (το)
σαμάρα (η)
σαμαρέα (η)
σαμάρι (το)
σαμαριάζω
σαμαρλαμά (η)
σαμαρόξυλα (τα)
σαμαρόξυλον (το)
σαμαρτζηλίκ (το)
σαμαρώνω
σαματά (η)
σαμερτζής (ο)
σαμοβάρ (το)
σαμουντά (η)
σαμουρκασής
Σαμσόν (το)
Σαμσούς (η)
Σαμψών (ο)
Σαμψωρά (η)
σαν
σαν-κι
Σάνα (η)
σανία (τα)
σανίδ (το)
σανιδένεν (το)
σανιδόπον (το)
σανιδώνω
σανίν (το)
Σανογιά (η)
Σανπάχ
Σάντα (η)
σαντάλια (τα)
Σαντζάκ (το)
σαντζάκι (το)
σαντζεύω
σαντζή (η)
σαντζηλανεύκουμαι
σάντζια (τα)
σαντζιλανεύκουμαι
σάντιλα
σάντινα
σαντούκ εμινης
σαντούχ (το)
σαντούχ εμινης
σαντυλίζω
σαούλ (το)
σαπάν (το)
σαπάπ (το)
σαπαπλανεύκουμαι
σαπέα (η)
σαπεμένος
σαπέπ (το)
σαπίζω
σαπιτεύκουμαι
σάπκα (η)
σάπκαλης
σάπλα (η)
σαπλάκα (η)
σαπλίν (το)
σαπόγερος (ο)
σαπόκ (το)
σαποκοίλς (ο)
σαπονόχορτον (το)
σαπουριάζω
σάπρ (το)
Σαπρανάντων (το)
σάπρη (η)
σαπριλούχ
σαπρισούζ
σαπών (το)
σαπωνέα (η)
σαπωνίζω
σαπωνίτα (η)
σαπωνογλύσμ (το)
σαπωνοζώμ (το)
σάρα (η)
σαράγι (το)
σαράϊ (το)
σαραΐλα (η)
σαραϊλήν
σαρακενός (ο)
σαρακιανόπουλον (το)
σαρακιανός (ο)
σάραλης
σαρανίουμαι
Σαραντάρ
Σαραντάρ (το)
σαραντάρεμαν (το)
σαραντίζω
σαραντίτα (η)
Σαράντων (το)
σαραφιά
σαράφικον (το)
σαραφλούχ
σαράφς (ο)
σαραφωτός (ο)
σαρβάλ (το)
σαργού
σαρεμένος
σαρεύ με
σαρεύω
Σαρή παπά (το)
σαρής (ο)
σαρής (ο)
σαρίκ (το)
σαριλαεύω
σαριλεύκουμαι
σαριλούκ (το)
σαριλούχ (το)
σαριλούχ (το)
Σαρίμπαμπαν (το)
σαρίν (το)
σαρινλαεύω
σαριπόσ (το)
σαριτλαεύω
σαριτλιαεύω
σαρμά
σαρμαλαεύκουμαι
σαρμασούχ (το)
σαρματσούκ (το)
σαρουλεύκουμαι
σαρουλούχ (το)
σαρουχλής (ο)
σάρπα (η)
σαρπάσ
σαρπεύω
σαρπίν (το)
Σαρπίσκια
σάρτ
σάσα
σασαλαύω
σασεύω
σασία (η)
σασιεύω
σασιρεμένος (ο)
σασιρεύω
σάσκας (ο)
σασχαλαεύω
σασχάλτς
σασχούντζ (ο)
σατ
σατανάς (ο)
Σατάχ (το)
σατέ
σάτζ (το)
σατζουρεύω
σατλιτσαν
σάτος (ο)
σατούρ (το)
σατουρβά (η)
σατσάχ (το)
σατσινία (τα)
σαυρίδ (το)
σαφάρ (το)
σαφίς
σαφλέας (ο)
σαφλίζω
σαφράκας (τα)
σάφς (ο)
σάφ’ς
σαχά (η)
σαχαλαεύω
σαχάν (το)
σαχάρ (το)
σαχάρ (το)
σαχαρλής (ο)
σαχάρτς (ο)
Σαχινέ Ντερεσί
σαχλαμάρα (η)
σαχλαμάρας (ο)
σαχλαμαρίζω
σαχλέας
Σαχνόη (η)
σαχουνεύω
σάχς (ο)
σάχτ (το)
σαχτάρ (το)
σαχταρένιος (ο)
σαχταρίτζα (η)
σαχταρίτσα (η)
σαχταρομάνα (η)
σαχταροποδίτζα (η)
σαχταρώνω
σαχτεύω
σαχτοπανίζω
σαχτώνω
σβολάρι (το)
σγαλίνω
σεαμαρόξυλον (το)
σεβ(ν)τά (η)
σεβαΐν (το)
σέβας (το)
σέβαση (η)
Σεβέλης
σεβελιάζω
σεβκιλής (ο)
σεβντά (η)
σεβνταλής (ο)
σεβνταλίδικος (ο)
σεβνταλούκ (το)
σεβτά (η)
σέβω
σεέρ (το)
σεζεύω
σέθα (η)
σεθάρ (το)
σεθιάζω
σεθοκόφκουμαι
σέϊ (το)
σείεται
σεϊζω
σειλεντέρ (το)
σειμός (ο)
σεΐν (το)
σείξιμον (το)
σεΐρ (το)
σεΐρ (το)
σειρά (η)
σειράδα (η)
σεϊρακλαεύω
σειραλαεύκουμαι
σειραλαεύω
σειραλής (ο)
σειράν
σεϊρανίζω
σεϊραντζάχ (το)
σειρασούζκα
σειριανεύκουμαι
σειριανίζω
σείσκομαι
σείσκουμαι
σεισμός (ο)
σείστε (η)
σεϊτανάντων
σεϊτάντς (ο)
σεΐχτορμιν (το)
σείω
σεκέθον
σεκέρ (το)
σεκερένιος (ο)
σεκερλεμές (ο)
σεκερώνω
σεκή (η)
σεκήγασι
σεκίν (το)
σεκιούτ (το)
σεκίτ (το)
σεκλέτ (το)
σέλ ( το )
σελ (το)
σέλα (η)
σελαμέτ (το)
σελαμετλίκ (το)
σελάχα (τα)
σελβέτα (η)
σελβίν (το)
σελέκ
σελέκ (το)
σελεκιάζω
σελέλεμαν
σελεμεντέρτς (ο)
σελεμιάζω
σελενάρ (το)
σελέντρ (το)
σελήνη (η)
σελιαμέτ
Σελίμης (ο)
σελίν τερέ
σελινεύκουμαι
σελίνκος (ο)
σέλινον (το)
Σέλινος
σελοδιαβαίνω
σελοκάθομαι
σελοκάθουμαι
σελοκόπουμαι
σελοκόφκουμαι
σελτέ (η)
σεμέρ (το)
σεμερλεμέ (η)
σεμερτζής (ο)
σενέτ (το)
σενέτ μενί (το)
σεντελίζω
σεντούκ (το)
σεπάπ (το)
σεπεκλίκ (το)
σεπέκς (ο)
σεπέπ (το)
σεπέπς (ο)
σεπί'ν (το)
σεπίζω
σεπόϊ (το)
σέπουμαι
σέρα (η)
σεράϊ (το)
σεραντάβραστος (ο)
σερανταλείτουργον (το)
σεραντάρ (το)
σερανταρίζω
σεραντίζω
σερασκέρτς
σεργιάν (το)
σερέκ (το)
σερεύω
σερίγκος (ο)
σερίν (το)
σερινλάεσμα (το)
σερινλαεύω
σερινλούκ (το)
σερινλούκ’ (το)
σερίτ (το)
σεριτιάζω
σεριτλεεύω
σερκή (η)
σερκίν (το)
σερμαγιά (η)
σερμεγέ (η)
σερμιέ (η)
σερμπέτ (το)
σερμπέτια (τα)
σερπέτ (το)
σερσεκλίκ (το)
σερσέκς (ο)
σερσεμλεύω
σερσεμλίκ (το)
σερσέμπς (ο)
σερσεμώνω
σερσεμωτός (ο)
σερσερής (ο)
σέρτης (ο)
σέρτικος (ο)
σερτλαεύω
σερτύνω
σεσεύω
σετ (το)
σετίρ (το)
σετιρόπον (το)
σετίρπασι
σετσμά
σετώνω
σευτέλ (το)
σεύτελον (το)
σευτελόριζον (ο)
σευτελώ
σεφέρ (το)
σεφέρι (το)
σεφέριν (το)
σεφέρπελουκ (το)
σεφερπιλούκ (το)
σεφίλης (ο)
σεφιλίκ (το)
σεφιλωτός (ο)
σέφταλη (η)
σεφταλίδ (το)
σέφτελα (τα)
σεφτελίζω
σέφτελος (ο)
σεφτελούκ (το)
σεφτελόφυλλα (τα)
σεφτελωσύνη (η)
σεφτελωτός (ο)
σεφτές (ο)
σεχέρ (το)
σηκούμαι
σημάδ (το)
σημαδέσια (τα)
σημαδεύω
σημάδια (τα)
σημαδοψώμ (το)
σημαθέσα (τα)
σημαίνω
σημαντέρ (το)
σήμαντρον (το)
σημερνολός (ο)
σήμερον
σηνναμπακή
σιαβάχ (το)
σιαβαχλαεύ
σιαζεύω
σιακαρής (ο)
σιακή (η)
σιακί
σιαμανάντων
σιαμάρα (η)
σιαματά (η)
σιάμης
σιάμικη (η)
σιαπαλούχ (το)
σιαρινλούχ (το)
σιαρκίν (η)
σιαρπίσκια
σιασκαλάντων
σιασχεύω
σιασχιρεμένος (ο)
σιασχιρεύω
σιάφλα (η)
σιαφλέας (ο)
σιαφλίζω
σιάφλισμαν (το)
σιάχ (το)
σιαχλαεύω
σιαχογέντζ (ο)
σιβαλής (ο)
σιβάν
σιβρής (ο)
σιγκίν (το)
σίγουρα
σιγουρία (η)
σίγουρος (ο)
σιγουρωτός (ο)
σιδεράς (ο)
σιδερένιος (ο)
σιδερικόν (το)
σιδεροκέφαλος (ο), (η)
σιδερόμηλον (το)
σίδερον (το)
σιδερόπορτα (η)
σιδηρόδιαβρα (η)
σιδωτός (ο)
σιέρης
σιερμπέτ (το)
σιζιλεύκουμαι
σιζκέτς (το)
σιζκιάτς (το)
σιζκιατσέα (η)
σιζλεύω
σικιούρ
σιλά (η)
σιλά (η)
σιλά (η)
σιλάλ (το)
σιλαλίζω
σιλαλοβέλονον (το)
σιλανέα (η)
σιλατζής (ο)
σιλατσέν (το)
σιλατσής (ο)
σιλάχ (το)
σιλαχλανεύκουμαι
σιλαχλής (ο)
σιλαχλίκ (το)
σίλβα
σίλγα (η)
σιλγώνω
σιλέγνη (η)
σιλεγνιάζω
σιλεγνίζω
σιλεγνύνω
σίλεγος
σίλεμαν (το)
σιλευτέρ (το)
σιλεύω
σιλιαδία (η)
σιλιαφρίζω
σιλίκ (το)
σιλιούκ (το)
σιλκεύω
σιλλούχ (το)
σιλμιά
σιλούχ (το)
σιλπιρίζω
σιλπίρτς (ο)
σιλτανεύκουμαι
σιμά
σιμακέσ
σιμερά
σιμίζω
σιμικλή (το)
σιμίτ (το)
σιμοχώρ (το)
σιμσάνα (η)
σιμσάρης (ο)
σιμσάρτς (ο)
σιμσιλάτ (το)
σιμσίρ (το)
σιμψάνα (η)
σιμώνω
σίνα (η)
σιναεύω
σινάζω
σιναμπεκή (η)
σιναντεύω
σιναντίτα (η)
σινάπ (το)
σινάπα (τα)
σιναπόμηλον (το)
σινατεύω
σινέα (η)
σινέτ (το)
σινεύκουμαι
σινεύω
σινιάτιγμαν (το)
σινιατίζω
σινίν (το)
σίνος
σίντα
σιντόν (το)
σινώνω
σιόν
σιονλίκ (το)
σιονλικλής (ο)
σιόντς (ο)
σιοπάκς
σιουβάν
σιουκιούρ
σιούλκα
σιουνάρ (το)
σιουπούρ
σιουρίζω
σιουριουνεύκουμαι
σιουρουκλεύω
σιούχριον (το)
σιοχλού (η)
σιπάκ (το)
σιπικόρ (το)
Σιπίρ (το)
σιπουρίζω
σίρ (το)
σιρ (το)
σιρά (η)
σιραβαρτήν
σιρβά (η)
σιργούν
σιρίν (το)
σιρινεύκουμαι
σιρινεύω
σιριντουρεύω
σιρκίν
σιρκίν’
σίρμα
σίρμα κανταρίν
σιρμέ
σιρόνια (τα)
σιρούλ (το)
σιρπόσ (το)
σιρών
σίσ (το)
σισά (η)
σισαίν (το)
σίσια
σισκάν (το)
σίσκος (ο)
σισλανεύκουμαι
σισμανλαεύω
σισμάνος (ο)
σισμανωτός (ο)
σισχά (η)
σισχέ (η)
σιτάμ (το)
σίτε
σιτέμ
σίτια
σιτίν (το)
σιτλήν (το)
σιτλήν’ (το)
σιτσάχ (το)
σιτώνω
σιφαλανεύκουμαι
σιφαλής (ο)
σιφασούης (ο)
σιφιά (η)
σιχ (το)
σιχλάτα
σιχλούχ (το)
σίχνα (η)
σιχνιδώ
σιχούνα (η)
σιχουντεύω
σιχουντή (η)
σιχούντς (ο)
σιχουνώνω
σιχτίρ
σιχτίριζμαν (το)
σιχτιρίζω
σίχτορμιν (το)
σιψάκα (η)
σκάλα (η)
σκαλίζω
σκαλίτα (η)
σκαλοκέφαλο (το)
σκαλοπάτ (το)
σκάλωμαν (το)
σκαλώνω
σκαμνέα (η)
σκαμνία (τα)
σκαμνοκαθίζω
σκαμπίλ (το)
σκαμπριάζω
σκαμπρώνω
σκανιάζω
σκανίζω
σκάνταλον (το)
σκαντζεύω
σκαντσεύω
σκάνω
σκαρπέλλο (το)
σκαρτάτος
σκαρφάλωμαν (το)
σκαρφαλώνω
σκατέα (η)
σκατέας (ο)
σκατέμπαλον (το)
σκατένιος (ο)
σκατερία (η)
σκατίφτυαρον (το)
σκατόν (το)
σκατοτσούκαλο (το)
σκατοφανία (η)
σκατόφτυαρο (το)
σκάτωμαν (το)
σκατώνω
σκαφέας (ο)
σκαφίδ (το)
σκαφίδι (το)
σκαφιδιάζω
σκαφιδώνω
σκαφιδωτός (ο)
σκάφτες (ο)
σκάφτω
σκεδιάζω
σκέδιο (το)
σκέθιον (το)
σκέλπα (η)
σκεμπές (ο)
σκεντράζω
σκεντριάζω
σκέντρον
σκέντρος (ο)
σκέντρος (το)
σκεπάζω
σκεπαλίτρα (η)
σκεπάρ (το)
σκεπαρέα (η)
σκεπάρι (το)
σκεπαριάζω
σκεπαρογούζ (το)
σκεπαροπελεκετορνευτής (ο)
σκεπαροπελεκετόρνευτος (ο)
σκεπαροπελεκετορνεύω
σκεπαροπελεκώ
σκέπασμαν (το)
σκεπή (η)
σκεπίδ (το)
σκεπώνω
σκερπίδ (το)
σκερπός (ο)
σκεύος (το)
σκεχάτι (το)
σκηρομύλ (το)
σκηρόν (το)
σκιά (η)
σκιάδη (η)
σκιάσκουμαι
σκίζω
σκιντανός (ο)
σκιντανώνω
σκιρομύλ (το)
σκιρόν (το)
σκίρος (το)
σκιρρά
σκιρραίνω
σκιρρός (ο)
σκιρρώνω
σκίσιμον (το)
σκίσμαν (το)
σκισμάτ (το)
σκισμάτι (το)
σκιστόκωλος (ο)
σκιστός (ο)
σκιστούρα (η)
σκιφίδ (το)
σκλαβία (η)
σκλέπα (η)
σκλεπαρία (η)
σκλεπέας (ο)
σκλεπού (η)
σκνίπα (η)
σκοινάς (ο)
σκοινίν (το)
σκοινοκόμμ (το)
σκοινοκόφτες (ο)
σκόλασμα (το)
σκολείον (το)
σκόλειον (το)
σκολειόπαιδον (το)
σκοντουλίζω
σκόντουτσης
Σκοπεία (η)
σκοπέλ (το)
σκοπεύω
σκοπός (ο)
σκορδέα (η)
σκορδογλύν (το)
σκορδοκάντζ (το)
σκορδοκέφαλο (το)
σκορδοκέφαλον (το)
σκορδοκόπαλον (το)
σκορδοκόπανον (το)
σκόρδον (το)
σκορδοτζάγκια (τα)
σκορδοτσάγκ (το)
σκορδώνω
σκορπός (ο)
σκόρπσον
σκοτεινά
σκοτεινασέα (η)
σκοτείνεμαν (το)
σκοτεινεύ
σκοτεινεύει
σκοτεινεύω
σκοτεινιάζ
σκοτεινιάζω
σκοτεινός (ο)
σκοτεινωτός (ο)
σκοτία (η)
σκότωμαν (το)
σκοτωμονή (η)
σκοτωμός (ο)
σκοτωμός (ο)
σκοτώνω
σκοτωτέρα (η)
σκουλαρίκ (το)
σκουλίν (το)
σκούλισμα (το)
σκουλλιάζω
σκούλλιγμαν (το)
σκουλλίν (το)
σκούλος (το)
σκούμαι
σκουμπρίν (το)
σκουντουλάκ (το)
σκουντουλίζω
σκουπίζω
σκούρ
σκουτάρ (το)
σκουτέλ (το)
σκουτουλίζω
σκουτούλισμαν (το)
σκουττάρ (το)
σκουττάρι (το)
σκρίνον (το)
σκρόφα (η)
σκυλ υιος
σκύλαγμαν (το)
σκυλάζω
σκυλαντάρ (το)
σκυλαντίτα (η)
σκυλάπιστος (ο)
σκυλίτσι (το)
σκυλίτσος (ο)
σκύλλα (η)
σκυλλαγμονή (η)
σκυλλάδ (το)
σκυλλάζω
σκυλλαντάρτς (το)
σκυλλαντέα (η)
σκυλλαντέας (ο)
σκυλλαντέρ (το)
σκυλλαντίτα (η)
σκυλλάς (ο)
σκυλλεύω
σκυλλίν (το)
σκυλλίτζος (ο)
σκυλλογερώ
σκυλλοκεφαλία (η)
σκυλλοκεφαλιάζω
σκυλλοκέφαλος (ο)
σκυλλοκούταβον (ο)
σκυλλολίμανον (το)
σκυλλομυία (η)
σκυλλοπεθερός (ο)
σκυλλόπιστα
σκυλλόπιστος (ο)
σκύλλος (ο)
σκυλλότε (η)
σκυλλοφάετος (ο)
σκυλογερώ
σκυλογούλ (το)
σκυλοκεφαλία (η)
σκυλοκιφαλώ
σκυλοκούταβον (το)
σκυλομμάνα (η)
σκυλόμυγα (η)
σκυλομυία (η)
σκυλόπιστος (ο)
σκύλος (ο)
σκυλότε (η)
σκωλέκ (το)
σκωλεκέας (ο)
σκωλέκι (το)
σκωλεκιάζω
σκωλεκιάρ (το)
σκωλεκοβότανον (το)
σκωλεκώ
σκωνίσκω
σκώνω
σκωρίδ (το)
σκώσιμον (το)
σμελεύω
σμιλάγκ (το)
σο σοντά
Σοανέ
σογιανλούγια (τα)
σογουεύω
σογουντά
σογούς (το)
σογτουρεύω
σόεμαν (το)
σοεμένος (ο)
σοεύω
σόζ μασαλά
σόζ σααπής
σοζεύω
σόϊ (το)
σοϊλατιρεύω
σοϊλής (ο)
σοϊλιατουρεύω
σοϊλούν (το)
σοϊουτουρεύω
σοϊσούης (ο)
σοϊταρής (ο)
σοϊταριλενεύουμαι
σοϊταριλούκ (το)
σοκάκ (το)
σοκακεύω
σόκεμαν (το)
σοκεύω
σοκροσχώματα (τα)
Σολαχάντων (το)
σολόπς (ο)
σολούγ (το)
σολουγούν
σολούκ (το)
σολούχ (το)
Σολοχάντων
σομαλίζ
σομαλωτός (ο)
σόν (το)
σονλετιρεύω
σοουντά
σόπα (η)
σοπατζής (ο)
σοπλαεύω
Σόρδα (η)
Σορόαινα (η)
σορσότα (η)
σορσόταινα (η)
σορσοταρίζω
σος
σοτσεύω
σου βουδι το κερατον έναν τσίντζ εφέκα εκείνο πα θα παίρ ατό
σουβά (η)
σουβαεύω
σουβαμά (η)
σουβαρής (ο)
σουβατζηλούκ (το)
σουβατζής (ο)
σούγιολιν (το)
σουγραρίζω
σούελιν (το)
σουζ (το)
σουζλαεύω
σουζλαεύω
σουζτουρεύω
σούκ
σουκέστε
σουκουλεύκουμαι
Σουλαμίς (το)
σουλατσής
σουλαχλανεμένος (ο)
σουλαχλανεύκουμαι
σουλαχλαντουρεύω
σουλεϊμανίν (το)
σουλιατουρεύω
σουλουλεύκουμαι
σουλουπεύκουμαι
σουλουπίγουμαι
σουλοφότ (το)
σουλτάνος (ο)
σουλτάς (το)
σουλφάτον (το)
σουμά
σουμάδ (το)
σουμάδα (τα)
σουμαδάτκα
σουμαδέσια (τα)
σουμαδεύω
σουμαδία (η)
σουμαδόντς (ο)
σουμαδοψώμ (το)
σούμαι
σουμαρλαεύω
σουμαρλαμά (η)
Σουμέλα (η)
Σουμελά (η)
σουμοχώρ (το)
σουμώνω
σουναεύω
σουντούκ (το)
σουντούκ (το)
σουντούχ (το)
σουπαλανεύκουμαι
σουπασάρ (το)
σουπούρ
σουπούρ σουπούρ
σουράτ (το)
σουράτ(το)
σουράτσα (η)
σουρατσούης
σουραύλι
σουρεύω
σουρίν (το)
σουρούκ (το)
σουρουκανίζω
σουρουκλεμές (ο)
σουρούλ (το)
σουρουνεύκουμαι
σουρούχ (το)
σουρούχνευμα (το)
σουρουχνίζω
σούρσουμα
σουρσουρώ
σουρτούκα (η)
σουρτούκεμαν (το)
σουρτουκεύω
σουρτούκς (ο)
σουρτούκω (η)
σουρτουσεύκουμαι
σους
σουσάμ (το)
σούσιν (το)
σουστουρεύω
σούτ
σούτ (το)
σουτζούκ (το)
σουτλάσ (το)
Σούτονος (τη)
σουφάϊ (το)
σουφαλανεύκουμαι
σουφάτ (το)
σουφαττσούης (ο)
σουφέ (η)
σούφρα (η)
σούφραλης (ο)
σουφραλίν (το)
σουφράπεζιν (το)
σούφρωμα (το)
σουφρώνω
σουφρωτός (ο)
σούχ (το)
σουχλαστουρεύω
σουχουλεύκουμαι
σουχουλτή (η)
σουχουντή (η)
σουχουντία (τα)
σούχρεα (η)
σουχρία (η)
σουχριάζ
σουχρίασμαν (το)
σουχρίεμαν (το)
σουχρών
σοφάκα (η)
σοφής (ο)
σοφία (η)
σοφτάς (ο)
σόχαμνος (ο)
σοχλού (η)
σοχρέτ (το)
σοχρεύω
σοχριάτ (το)
σοχτοπανίζω
σπάζω
σπάθα (η)
σπάθη (η)
σπάθια
σπαθίν (το)
σπαθίτσι (το)
σπαθοκονταριασμένος (ο)
σπαθόχορτον (το)
σπαθώνω
σπαλέρ (το)
σπαλεροδέμ (το)
σπαλερόδεμια (τα)
σπαλερόπον (το)
σπανάκ (το)
σπάνταλα (τα)
σπάνω
σπάξιμον (το)
σπάπουλα (η)
σπαράουμαι
σπαρέλ (το)
σπαρτά (τα)
σπαρτσίν (το)
σπάσ (η)
σπάση (η)
σπάσιμον (το)
σπασίος (ο)
σπάσμαν (το)
σπασμονή (η)
σπατάλεμαν (το)
σπατάλη (η)
σπαταλώ
σπειρίν (το)
σπειρίνεμαν (το)
σπείρσιμον (το)
σπείρω
σπέλεν (το)
Σπέλια (η)
σπέλια (η)
σπέλιον (το)
Σπεντάμ
σπεντάμ (το)
σπερέ
σπέρμαν (το)
σπέρσιμον (το)
σπίγγω
σπίγξη (η)
σπίγξιμον (το)
σπιρίδ (το)
σπίρτον (το)
σπίτι (το)
σπιτίτσα (η)
σπιτόπον (το)
σπιτόπον (το)
σπιχτά
σπιχτός (ο)
σπιχτούρα (η)
σπλάχνα (τα)
σπλαχνία (η)
σπλάχνια (η)
σπλαχνίζω
σπλαχνικός (ο)
σπλάχνον (το)
σπλάχνωση (η)
σπλεχνιάουμαι
σπληνιάζω
σπόγγα (η)
σπογγάρ (το)
σπογγίζω
σπογγίουμαι
σπογγίτα (η)
σπογγιτέρ (το)
σποντζίζω
σποντύλ (το)
σποντυλάουμαι
σποντυλάχλαδο (το)
σπόρα (τα)
σπορίδ (το)
σποριδιάζω
σπόρος (ο)
σπορώνω
σποτάλα (η)
σποταλεμένος (ο)
σποταλεύκουμαι
σποταλία (η)
σποταλιάζω
σποταλώ
σπουδαγμένος (ο)
σπουδάζω
σπουδή (η)
σπυρίδ (το)
στα
στά
στάδ (το)
σταδάουμαι
σταδιάουμαι
σταδοτόπ (το)
στάζω
σταθερίζω
σταθήριν (το)
σταθηρώνω
σταθίζω
στακάν (το)
στάλα (η)
σταλαγμίτα (η)
σταλαγμίτρα (η)
σταλάζ
σταλάζω
σταλαφαρίζω
σταλαφάρισμαν (το)
σταλίζω
σταλίν (το)
σταλίουμαι
στάλισμαν (το)
σταλίστρα (η)
σταλιχώνω
Στάλλα (η)
σταλμίτα (η)
σταλχαμά (η)
στάμα (η)
Στάμα (το)
στάμαν (το)
σταματέντζα (η)
σταμάτκον (το)
σταματώ
σταμνίζω
σταμνίν (το)
σταμνοστάτες (ο)
σταμπόλα (η)
σταμπόλα (τα)
στανιό (το)
στάξη (η)
στάξιμον (το)
στάρ (το)
στάριν (το)
σταρσίζω
σταρχίζω
στάρχισμαν (το)
στασιγμένος (ο)
στασίδ (το)
στασίζω
στάσιμον (το)
στασιμονή (η)
στασίουμαι
στατέρ (το)
σταυραετός (ο)
σταυράπ (το)
σταυράχαντον (το)
Σταυρί (το)
σταυρί μπογαζί
σταυρίδ (το)
Σταυρίτες (ο)
σταυροειδής (ο)
σταυροκάθουμαι
σταυροκέρ (το)
σταυροκοκκύμελον (το)
σταυρολάχανον (το)
σταυρός (ο)
σταυροστάτ (το)
σταυροστράτ (το)
σταυροστράτι (το)
σταυρούλα (η)
σταυρουτάπ (το)
σταυρόψωμον (το)
σταύρωμαν (το)
σταυρώνω
σταυρωτά
σταυρωτός (ο)
σταφύλ (το)
σταφυλάς (ο)
σταφυλέα (η)
στάφυλη (η)
σταφυλιάζω
σταφυλίν (τσίτ)
σταφυλίτα (η)
σταφυλίτρα (η)
σταφυλίτσα (η)
σταφυλοζώμ (το)
σταφυλώνω
στάχ (το)
σταχούδ (το)
σταχταρούμαι
στάχωμα (το)
σταχώνω
στέαρ (το)
στέβος (το)
στεγάζω
στέγνα (η)
στεγνασέα (η)
στεγνιτώνω
στεγνός (ο)
στέγνος (το)
στεγνοφαΐα (η)
στέγνωμαν (το)
στεγνώνω
στεγνωσία (η)
στεθίν (το)
στειλίνεμαν (το)
στείλσιμον (το)
στείλω
στείρεμαν (το)
στειρεύω
στειρόν (το)
στειρώνω
στέκω
στελιάζω
στελιακώνω
στελίν (το)
στελώνω
στενά (τα)
στέναγμαν (το)
στεναγμός (ο)
στεναχορεύκουμαι
στεναχωρεύκουμαι
στεναχωρία (η)
στεναχωρούμαι
στένεμαν (το)
στενόκαρδος (ο)
στενόμακρος (ο)
στενοπρόσωπος (ο)
στενός (ο)
στενόφορος (ο)
στενοχορεύω
στενόχωρος (ο)
στενοχωρώ
στενύνω
στένω
στέξιμον (το)
στερέα (η)
στερεά (η)
στερεμονή (η)
στέρεος (ο)
στερέωμαν (το)
στερεωμένα
στερεώνω
στέρια
στέριωμαν (το)
στερνοκοπιέσαι
στερνός (ο)
στερνόφως (το)
στερώνω
στέσιψον (το)
στεφάνα (η)
Στεφανάντων
στεφανίδ (το)
στέφανον (το)
στεφάνωμαν (το)
στεφανώνω
στεφάνωση (η)
στήθια (τα)
στημνοδένω
στημνοδέσιμον (το)
στημνοκουμπιάουμαι
στιβαρεύκουμαι
στιμνοδέσιμον (το)
στοίβα (η)
στοιβαγμένος (ο)
στοιβάδ (το)
στοιβαδέα (η)
στοιβάζω
στοιβαχτά (κολογκύδια)
στοιβαχτά (τα)
στοιβαχτός (ο)
στοιβλός
στοιφίδ (το)
στόκ (το)
στόλ (το)
στολίδ (το)
στολίζω
στόλισμαν (το)
στόλος (ο)
στολούμαι
στολούται
στόμα (το)
στόμαν (το)
στοματοκράτορας (ο)
στοματοπονίον (ο)
στομέκ (το)
στομολαλία (η)
στομολαλώ
στομολόγεμαν (το)
στομολογώ
στομολόϊ (το)
στομόπον (το)
στομοφαγία (η)
στομόχειλα (τα)
στομώνω
στούβα (η)
στούδ (το)
στουδένες (ο)
στουδιάτες (ο)
στουλάρ (το)
στουπίν (το)
στουπίτα (η)
στουπίτσα (η)
στουπώνω
στουράκ (το)
στουρακέα (η)
στουράκι (το)
στόχαση (η)
στοχάσκουμαι
στόχασμαν (το)
στοχαστικός (ο)
στόχεμαν (το)
στοχεύω
στραβά (τα)
στραβογούλτσης (ο)
στραβολάμπ (το)
στραβομάττς (ο)
στραβομύτς (ο)
στραβοπατώ
στραβοπόδαρος (ο)
στραβός (ο)
στραβοτερώ
στραβόχειλος (ο)
στραβόχερτς (ο)
στραβώνω
στραγγίζω
στράγγισμαν (το)
στραϊτάτες (οι)
στραλίστρα (η)
στραμπίζω
στραμπίουμαι
στραμπουλίζω
στραμπουλιχτέρ (το)
στραπίτσα (η)
στρατά
στράτα (η)
στρατάγια (τα)
στρατεία (η)
στράτεμαν (το)
στρατέτες (ο)
στρατεύω
στρατή (η)
στρατίζω
στρατίν (το)
στρατίτα (η)
στρατοδέσιμον (το)
στρατού (του)
στρατόχειλα (τα)
στρατόχειλον (το)
στραφτάρ (το)
στραφτάρ (το)
στραφτάρα (η)
στράφτω
στρέβω
στρέγω
στρέφκουμαι
στρέχκουμαι
στρέψιμον (το)
στρογγύλα (η)
στρογγυλέσσα (η)
στρογγυλεύω
στρογγυλίζω
στρογγυλοπρόσωπος (ο)
στρογγυλός (ο)
στρογγυλωτός (ο)
στρούλιγμαν (το)
στρουλίουμαι
στρώμαν (το)
στρωματάς (ο)
στρωματικόν (το)
στρωματοθέκα (η)
στρωμοθέκα (η)
στρώνω
στρώση (η)
στρωσία (τα)
στυλάρ (το)
στυλιάρ (το)
στύλος (ο)
Στύλος (το)
στυλώνω
στυμνός (ο)
στύμνωμα (το)
στυμνώνω
στύπα (τα)
στυπάπ (το)
στυπασέα (η)
στυπάχραδον (το)
στυπέα (η)
στυπειδίν (το)
στυπειδίτσα (η)
στυπεύω
στυπίτα (η)
στυπόγλυκον (το)
στυπόγλυκον μήλον (το)
στυπόγλυκος (ο)
στυποζώμ (το)
στυπόμηλον (το)
στύπος (ο)
στύπωμαν (το)
στυπωμάτ (το)
στυπώνω
στύφη (η)
στυφιάζω
στυχαρία (η)
στυχαριάζω
στυχαρίασμαν (το)
στυχαριάτες (ο)
στυχαριάτικα (τα)
στύψα πελιτί (τα)
συακώνω
συβάλλισμαν (το)
συβάλλω
συβαλτά
συβουλεύκουμαι
σύβραδα
σύβραση (η)
σύγγρεμαν (το)
συγέρασμαν (το)
συγερώ
συγκαθίστρα (η)
συγκάθουμαι
συγκατάβαση (η)
συγκαταβατικός (ο)
συγκείμαι
συγκέφαλος (ο)
συγκλίνω
συγκλίσκουμαι
συγκοινώντζα (η)
συγκόριτζον (το)
συγκόρ’τς (το)
συγκουντώ
συγκράτ (το)
συγκρύφτε (η)
συγκρύφτω
συγκυρώ
σύγξυλος (ο)
συγυρεύω
συγυρίζω
συδαυλίζω
συδαύλισμαν (το)
συδρομιάζω
συενεία (η)
συένεμαν (το)
συενεύω
συενικά (τα)
συενικός (ο)
συενολόϊ (το)
συενός (ο)
συενότε (η)
συζευξία (η)
συζυγμένος (ο)
σύζωμαν (το)
σύθετος (ο)
σύκα (η)
συκάμενον (το)
συκοκούρ (το)
σύκον (το)
συλέ (η)
συλιαύρη (η)
συλιαυριάζω
συλιαύριν (το)
συλλείτουργον (το)
συλλείτουργος (ο)
συλλόγγιση (η)
συλλογή (η)
συλλογιάζω
συλλογικά (τα)
συλλογίουμαι
συλλογισμέντζα (η)
συλλοή (η)
Συμέλα (η)
συμμαλλιάουμαι
σύμμαλλος (ο)
συμπάθειον (το)
συμπαιγνία (η)
συμπαίδ (το)
συμπεθέρα (τα)
συμπεθερία (η)
συμπεθεριάζω
συμπεθερκά (τα)
συμπέθερος (ο)
συμπεθεροσκάμν (το)
συμπεθεροσύνια (η)
συμπιάνω
συμπιαστίτσα (η)
συμπιάστρα (η)
συμπιλίζω
συμπιρνά
σύμπιρνα
συμπλέχκουμαι
συμποδιάσκουμαι
συμποδίζω
συμποδιστέρ (το)
συμπόσια (τα)
συμπουρίζω
σύμπουρνα
συμφαΐζω
συμφάϊσμαν (το)
συμφέρ (το)
συμφέροντα (τα)
συμψιλλίζω
σύμψιλος (ο)
συμψυλλιάζω
συμψυλλίζω
συναργαρίν (το)
συναρμώνω
σύναυγα
συναυλίζω
συνάχ (το)
συναχούμαι
συναχωρεμένος (ο)
συναχωρεύκουμαι
συνεκνέσιον (το)
συνέλκος (ο)
συνεμπαίνω
συνεπαίρω
συνεργία (η)
συνερία (η)
συνερίσκουμαι
συνέρται
συνέρχεταί με
συνέρχουνταν
συνερώ
συνετάγαμε
συνεφτάνω
συνεχίζω
συνέχισμαν (το)
συνηθίζω
συνθήκε (η)
συννεύω
συννεφιάζω
συννυφάδα (η)
σύννυχτα
συνοδικόν (το)
σύνοδος (η)
συνονόματος (ο)
συνόρ (το)
συνόρα (τα)
συνορεύω
συνορθάζω
συνορθιάζω
συνόρι (το)
συνόρια (τα)
συνοριάζω
συνορτάσ (το)
συνρεύω
συντάγουμαι
συντάουμαι
συνταράζω
συνταυλίζω
συντεκνία (η)
συντεκνιάουμαι
σύντεκνος (ο)
συντελέα (η)
συντέρεμαν (το)
συντερευτά
συντερώ
συντζακών
συντζακώνω
σύντζαλον (το)
συντζία (η)
σύντζωμαν (το)
συντζώνω
συντρέχω
συντρόμαγμαν (το)
συντρομάζ
συντρομάζω
συντρόφ (το)
συντροφεύω
συντροφία (η)
συντροφιάζω
συντροφιακά
συντροφιακός (ο)
συντροφικά
συντροφικός (ο)
σύντροφος
συντυλίζω
συντύχαιμαν (το)
συντυχαίνω
συντυχία (η)
συνύφσα (η)
σύξυλος (ο)
σύρ και παρασύρ
συρεύω
σύριγμαν (το)
συρίζω
συριχτέρα (η)
σύρκουμαι
συρκούμενον (το)
σύρμαλην (κουκούλα) (η)
συρμοκούκουτσον (το)
συρμονή (η)
συρμοπάπουτσα (τα)
σύρριζα
σύρσιμον (το)
συρτάρ (το)
συρταρώνω
σύρτε (η)
σύρτες (ο)
σύρτης (ο)
συρτισεύω
σύρω
σύσκοτα
συσκότεινα
σύσπειρον (το)
σύσπειρος (ο)
σύστυπον (το)
συφαγιάζω
συφάϊ (το)
συφαΐζω
συφιλίζω
συφιλώ
συφράγουμαι
συφράζει
συφράζω
συφράουμαι
συφτάνω
σύφτασμαν (το)
συφτιλιάζω
συφτιλιάρ (το)
συφυλλίζω
συφωνία (η)
συφωνώ
συφωτιάζω
συχαρεμένα
συχαρία (η)
συχαριάζω
συχαρίασμαν
συχαριάτες (ο)
συχνά
συχριάουμαι
συχώρεμαν (το)
συχώρηση (η)
συχωρώ
σφεντάμ (το)
σφογγάτο (το)
σφογγίχκουμαι
σχωρώ
σώγαμπρος (ο)
σωζάμενος (ο)
σώζω
σώμαν (το)
σωματώδης (ο)
σώνω
σώξιμον (το)
σώρεμαν (το)
σωρεμάτ (το)
σωρεντέρ (το)
σωρεύκουμαι
σωρευτά
σωρεύω
σωρόλιθος (ο)
σωρός (ο)
σωρού (του)
σωστά
σωστεύω
σωστός (ο)
σωστύνω
σωστώνω
σωτηρία (η)
σωτικά (τα)
σωτικός (ο)