Λεξικά
Γραμματική
Παιχνίδια
Φορείς
Λεξικά
Γραμματική
Παιχνίδια
Φορείς
Αναζήτησε τη μετάφραση μίας λέξης
Αναζήτηση
Στο λεξικό είναι καταχωρισμένα 19831 λήμματα
Μετάβαση στο κυρίως περιεχόμενο
Λέξεις από Μ..
μα
μααλούχ (το)
μαασούρ (το)
μαβής (ο)
μαγαρά (η)
μαγαρίδα (η)
μαγαρίζω
μαγαρισία (η)
μαγάρισμαν (το)
μαγαρίτσια (τα)
μαγγούριν (το)
μαγδαρόν (το)
μαγέρ
μαγερεύτρια (η)
μαγζίλ (το)
μάγιαρ
μαγιασίρ (το)
μαγιασιρλής (ο)
μαγιασύρ (το)
μαγκάλ (το)
μαγκούρ (το)
μαγλίτρια (η)
μάγλον (το)
μαγουλήτρια (η)
μαγουλίτρα (η)
μαεμένος (ο)
μαερεία (η)
μαερεύω
μαερία (η)
μαεύω
μαζά (η)
μαζανά (η)
μαζαράτ (το)
μαζαρατλής (ο)
μαζίν
μαζλίς (το)
μαζλούμς (ο)
μαζλουμωτός (ο)
μαθάνω
μαθεμένος (ο)
μαθέτρα (η)
μαθεύκουμαι
μαθίζω
μαθίουμαι
μαθός (ο)
μάθος (το)
μαθράκα (η)
μαϊμαΐτα (η)
μαϊμούνιν (το)
μάϊσσα (η)
μαϊσσάδες (τα)
μαϊσσέσια (τα)
μαϊσσίας (τα)
μαϊσσογενοπλάσκουμαι
μαϊσσομάνα (η)
μαϊσσοπέαδον (το)
μαϊσσούμαι
μαϊσσουρλούκια (τα)
μαϊτάπ (το)
Μαϊχόσης (ο)
Μάκαλης (ο)
μακάρ
μάκαρ
μακαρία (η)
μακαρίνα (η)
μακαρτό (το)
μακαρτώνω
μακελέα (η)
μακέλλ (το)
μακέλλιγμαν (το)
μακελλίζω
μακερόν (το)
μακόκ (το)
μακόκια (τα)
Μακραγγέλ (το)
μακράπ (το)
Μακρέλ (το)
μακρέσος (ο)
Μακρία (τα)
Μακρίν Σκοπέλ (το)
μακρινάρ (το)
μακρογουλιάζω
μακρογουλίζω
μακρογούλτς (ο)
μακρογουλώ
μακρόθεν
μακρομαλλού (η)
μακρόμηλον (το)
Μακρομύτι (το)
μακροστρατίζω
μακροτσούχαλος (ο)
μακρόχερος (ο)
μακρύνω
μακρύς (ο)
μαλά (η)
μάλα (η)
μαλαγκ (το)
μαλαεύω
μαλάζ (το)
μαλάζω
μάλαθρον (το)
Μαλάμα (η)
μάλαμα (το)
μαλαμάης (ο)
μαλαματοκαπνίζω
μάλαξον
μαλάξω
Μάλαχα (η)
μαλαχά (το)
μαλαχτά (η)
μαλαχτάν (το)
μαλγατά (η)
μαλέας (ο)
μαλέζ (το)
μαλεζοκέρανον (το)
μαλεζοκοίλτς (ο)
μαλεζόστομος (ο)
μαλεζώνω
Μαλένη (η)
μάλιν (το)
μαλλαχτουπίζω
μαλλαχτουπίουμαι
μαλλέας (ο)
μαλλίν (το)
μαλλίτκα (τα)
μαλλοχτουπίζω
μαλλοχτουπιμένος (ο)
μαλλοχτουπίουμαι
μάλσααπης (ο)
μάλταρα
μαλώ
μαμά (η)
μαμάκα (η)
μαμαντζέκα (η)
μαμέλας (τα)
μαμμουλίζω
μαμουκέλας (ο)
μαμούρτς (ο)
μάνα (η)
μαναβλούκ (το)
Μανανάντων (η)
μαναστήρ (το)
μαναστηρέτες (ο)
μανάτ (το)
μαναχεύκουμαι
μαναχία (η)
μαναχόν
μαναχός (ο)
Μανδρανόη (το)
μανέα (η)
μανέβρα (η)
μάνι μάνι
μανίζω
μανίκ (το)
μανικοκρεμάσματα (τα)
μανιμάν
μανίν (το)
μανίουμαι
μανίτα (η)
μανίτας (τα)
μανίτσα (η)
μανοκούρ (το)
Μανούκ
μάνουσα (η)
μανουσάκ (το)
μανουσάκα
μανουσακέα (η)
μανταπούρτς (ο)
μαντάρ (το)
μάντζ (το)
μαντζάνα (η)
Μαντζάντων (η)
μαντζέρ (το)
μαντζιλέκ (το)
μαντζιλεκοφάϊ (το)
μαντζίρα (η)
μαντζιρίζω
μαντζιρκόν (το)
μαντζιροκόλλισμαν (το)
μαντζοθέρ (το)
μαντζοκουρεύω
μαντζούρα (η)
μαντζουρίτα (το)
μαντζουρκόν (το)
μαντή (η)
μαντήλ (το)
μαντηλοδέσιμον (το)
μαντηλοκρεμίσκουμαι
μαντιλέκ (το)
μαντούκ (τον)
Μαντρία (τα)
μαντρίν (το)
μαντροκώλ (το)
μαντρόσκυλον (το)
μανωμένος (ο)
μανώνω
μαξιλαρίτσα (η)
μάξου
μαξούλ (το)
μάξους
μάπα (η)
μαπέϊν (το)
μάρ
μαραγκουλιασμένος (ο)
μαραγκουλιώ
μαραγκουλώ
Μαραζάντων (το)
μάραθον (το)
μαραίνω
μαραμμίδ (το)
μάραντα (τα)
μαραντέα (η)
μάραντον (το)
μάραντος (ο)
μαραπαλούκ (το)
μαραπάς (ο)
μαρασλής (ο)
μαρασλήσσα (η)
μαραφάτ (το)
μαραφέτ (το)
μαργαριτάρι (το)
μαρδουλίζω
μαρεμένος (ο)
μαρζαλάγκ (το)
μαρζαλάκ (το)
Μαρζουβάν (το)
μαρκάτ (το)
μαρκατίζω
μαρκοπάν (το)
μαρκότς (το)
Μαρκούλα (η)
μαρκώνω
μαρμαίρω
μαρμάρ (το)
μαρμαρένες (ο)
μαρμαρίζω
μαρμαρίτζα (η)
μαρμαροβούϊνον (το)
μαρμαροχτισμένος (ο)
μαρμαρωμένος (ο)
Μαρνάντων (τη)
μαρόζ (το)
μαρουκούμαι
μαρούκωμαν (το)
μαρούλ (το)
μάρσα (η)
μαρσούφ (το)
μάρσσα (η)
Μάρτ μουρτέ και αγέλαστε και ξεροχαλχανίστε
μαρτάκ (το)
μαρτακώνω
μάρταλα (τα)
μαρταρία (η)
μαρτάρκον (η)
μαρτασάγκ (το)
Μαρτές (το)
μαρτεύκουμαι
μαρτζαλάκ (το)
μαρτιβάν (το)
Μαρτίν (το)
μαρτλούχ (το)
μαρτουβάλ (το)
μαρτουβαλτζής (ο)
Μαρτούλα (η)
Μάρτς (ο)
μαρτσούφ (το)
μαρτσουφώνω
μάρτυρας (ο)
μαρτυρία (η)
μαρτυρικά (τα)
Μαρτώνα (η)
μαρτωτός (ο)
μαρχοσλήν (το)
μασαλά (η)
μάσαλαχ
μασανλάχ
μασάπ (η)
μάσασα (η)
μασάτ (το)
μασγάλ (το)
μασεμάτ (το)
μασιά (η)
μασίαλλά
μασίδα (η)
μασκαραλίκ (το)
μασκαράνος (ο)
μασκαράς (ο)
μασκαρέας (ο)
μασκαρολούχ (το)
μασλαγάτ (το)
μασλαχατ (το)
μασοτέρα (τα)
μασούρ (το)
Μασούρα (η)
μασουράζω
μασουρίστρα (η)
μασουρίτσα (η)
μασουροζώμ (το)
μασουροκόλοθο (το)
μασουρόστομος (ο)
μαστάρ (το)
μαστίκα (η)
μαστορακόν (ο)
μάστορας (ο)
μαστορείον (το)
μαστορεύκουμαι
μαστορεύω
μαστοριακά
μαστοριακός (ο)
μαστορική (η)
μαστορλίδικος (ο)
μαστουκίζω
μαστραπά (η)
μασχαρεία (η)
μασχαρευτά
μασχαρευτόν (το)
μασχαρεύω
μασχαρή (η)
μασχαριάνος (ο)
μασώ
μασωτέρ (το)
μάτα (η)
ματάν (το)
Ματαξία (η)
ματαρά (η)
ματάχ (το)
Ματέν (το)
ματεντζιλούχ (το)
ματζιτιά (η)
ματζούκ (το)
ματιά (το)
ματκάπ (το)
ματκαπέα (η)
ματοζίκ (το)
ματοζίνιχον (το)
ματοζούκια (τα)
ματοπονίος (ο)
ματοτσάτσα (τα)
ματοτσιάτσια (τα)
ματούμαι
μάτσα (η)
Ματσερά (η)
ματσίρ (το)
Ματσούκα (η)
Ματσουκάτες (ο)
ματσουκέτας (ο)
ματσουκίζω
ματωμένος (ο)
ματώνω
μαύρα
μαυραγγελέτες (ο)
μαυράδα (η)
μαυραλαία (η)
μαυραντρίζω
μαυράπ (το)
μαυράχαρα
μαυράχαρος (ο)
μαυρειδερός (ο)
Μαυρενά (η)
μαυριδιανός (ο)
μαυρίνω
μαυροαλογάντ (οι)
μαυροβότανον (το)
μαυρογόνατον (το)
μαυροζώ
μαυροζώμ (το)
μαυροκατζώ
μαυροκάτς (το)
μαυροκάτσαινα (η)
μαυροκάτσης (ο)
μαυροκάτσκον (το)
μαυροκοπής (ο)
μαυροκούκουδον (το)
μαυροκύρης (ο)
μαυρολάβικος (ο)
μαυρολαλώ
μαυρολάχανον (το)
μαυρολίθ (το)
μαυρομάννα (η)
μαυρομάτ (το)
μαυρομελανιάζω
μαυρομελανώ
μαυρομμάτα (τα)
μαυρομματένιος (ο)
μαυρομμάτια (τα)
μαυρομματοσίρβ (το)
μαυρομματούσα (η)
μαυρομμάτς (ο)
μαυρομοιρολογώ
μαυρομολυβιάζω
μαυρομολυβώ
μαυρομούντζουρος (ο)
μαύρον (ο)
μαυροξενιτεύω
μαυροπέτζ (ο)
μαυροποταμία (η)
μαυροπούλ (το)
μαυροπούλλα (η)
μαυροπροσωπία (η)
μαυροπροσωπιάζω
μαυροπρόσωπος (ο, η)
μαύρος (ο)
μαυροστάφυλλον (το)
μαυρόσυκον (το)
μαυροταμονασμένος (ο)
Μαυρούλα (η)
μαυροφόρος (ο)
μαυροφορώ
μαυρόφρυδος (ο)
μαυροφτερουλίουμαι
μαυροχαίρεμαν (το)
μαυροχαίρομαι
μαυρόχαρα (η)
μαυρόχαρος (ο)
μαυροχωμία (η)
μαυρύνω
μαυρωτός (ο)
μαύσα (η)
μαφόρι (το)
μάχ (το)
μάχα (το)
μαχάγκ (το)
μαχαίρ (το)
μαχαιράζω
μαχαιρέα (η)
μαχαιριάζω
μαχαιρίτα (η)
μαχαιροβγάλτες (ο)
μαχαλά (η)
Μαχαλάς (ο)
μαχαλέτες (ο)
μαχάν (το)
μαχανά (η)
μαχίνα (η)
μαχίουμαι
μαχιτάπ (το)
μαχκιάμ (τον)
μαχκιαμλαεύω
μαχλά (η)
μαχλάντς (το)
μαχλής (ο)
μαχλονάτ (το)
μαχλούδ (το)
μαχμαζία (η)
μαχμουρλής (ο)
μαχνά (η)
μαχοκράτεμαν (το)
μαχοκρατώ
μάχον (το)
μαχόχ (το)
μαχπούλ (το)
μάχσους
μαχτούπ (το)
μέ
με το ζόρ
μέαν (το)
μεάρ
μεαραμή
μέγα έλεος (το)
μεγαλέζ (το)
μεγαλεία (η)
μεγαλές (το)
μεγαλεύκουμαι
μεγαλόστομος (ο)
μεγαλουσιάνος (ο)
μεγαλύνω
μεγαλώνω
μεγαλωσύνια (η)
μέγας (ο)
μεγατίρ (το)
μεγέρ
μέγκλα (η)
μεγκλίν (το)
μεγρίκ (το)
μεδέ (η)
μεδέν (το)
μεδέντ (το)
μεζάρ (το)
μεζάρια (τα)
μεζαρλούχ (το)
μεζάτ (το)
μεζέ (η)
μεζελενεύκουμαι
μεζενέ (το)
Μεζερά (η)
μεζιρέ (η)
μεζκίτ (το)
μεζλίς (το)
μεθελεύκουμαι
μεθή (η)
μεθοπωριανός (ο)
μεθύγω
μεθύζω
μεθύς (το)
μεθυσία (η)
μεθυσκού
μέθυσμαν (το)
μέθυσον
μεθύστακας (ο)
μεθυστέας (ο)
μεθύω
μεϊβαλανεύκουμαι
μεϊβαλούχ (το)
μεϊβατζής (ο)
μεϊβέδες (τα)
μειζέτερος (ο)
μειζοτέρ (οι)
μειζότερος (ο)
μεϊντάν (το)
μεϊτάν (το)
μεϊτανλής (ο)
μεϊχανά (η)
μεϊχανατζής (ο)
μεϊχανέ (η)
μεϊχανετσής (ο)
μεκατέρ (το)
μεκατίρ (το)
μεκέρ
μέκια (τα)
μεκιάν (το)
μέλ (το)
μελάν (το)
Μελάνα (η)
μελανιάζω
μελανώ
μελανώνω
μελανωτός (ο)
μελαχρανιάζω
μελαχρανός (ο)
μελαχρινός (ο)
μελέα (η)
μελεβούτορον (το)
μελεθρείον (το)
μελεθρίον (το)
μελεκούτ (το)
μελεντουρίζω
Μελέσα (η)
μελεσιδίτρα (η)
μελεσσεύω
μελεσσίδ (το)
μελεσσιδίτα (η)
μελεσσιδίχτρα (η)
μελεσσιδόπον (το)
μελεσσιδών (το)
μελεσσιδώνα (η)
μελεχέμ (το)
Μελιανάντων (το)
μελίγαλα (το)
μελίγαλαν (το)
μελίγκα (η)
μελικέρ (το)
μελίξανθος (ο)
μέλισσα (η)
Μελισσάρης (ο)
μελισσιδίτσα (τα)
μελισσιδόχορτον (το)
μελισσοκέρ (το)
μελισσονάρ (το)
μελισσοναρόν (το)
μελισσοφάγος (ο)
μελισσόχορτον (το)
μελισσόχορτον (το)
μελισσωνάρ (το)
μελίτα (η)
μελιτάρ (το)
μελιτέρτς (ο)
μελιτολάκνον (το)
μελιτώνω
μελμεκέτ (το)
μελοβούτορον (το)
μελοκούτ (το)
μελοπάκμαζον (το)
μελοπάν (το)
μελοπιάκμιαζον (το)
μελοπίθαρον (το)
μελόπον (το)
μελτάρ (το)
μελτζίς (το)
μεμελίν (το)
μεμλεκέτ (το)
μενή (η)
Μενιαξόα (η)
μενιατίρ (το)
μενσούρ (το)
μεντάλ (το)
μεντεπούρς (ο)
μεντεσές (ο)
μεντή (η)
μέντσον
μένυγμαν (το)
μενύγω
μένυσμαν (το)
μένω
μενώ
μέρ
μέρ απές
μερά (τα)
μεράκ (το)
μερακλανεύκουμαι
μερακλής (ο)
μερακλία
μεράμ (το)
μέραπαν
μεράς (ο)
μεραφκά
μεράχ (το)
μεραχλία
μερδελίζω
μερδελιχτά
μερδέλς (ο)
μερδέλτς (ο)
μερέα (η)
μερέαν
μερέας (τα)
μερέκ (το)
μερεμέτ (το)
μερεμέτι (το)
μερεμετλαεύω
μερεμετλεύω
μερζοπλούμια (τα)
μερία (η)
μέρια (τα)
μεριάμ
μερίδα (η)
μερίν (το)
μερκαικά
μερκιάν
μέρμηκα (η)
μερμηκάπ (το)
μερμηκοφώλ (το)
μερμηκώ
μερντικόν (το)
μερόθεν (το)
μέρος (το)
μέρου
μέρσιμ
μερσίν (το)
μερτζάν (το)
μερτιβέν (το)
μερτικόν (το)
μέρτς (ο)
Μερτσάντς (ο)
μέρωμαν (το)
μερών
μερώνει
μεσά (η)
μέσα (τα)
μεσά μεσού
μέσαγμαν (το)
μεσάδ (το)
μεσάζω
μεσαία (η)
μεσαίος (ο)
μεσακός (ο)
μεσάλ (το)
μέσαμπρος (ο)
μεσανύχτ (το)
μεσάνυχτα (τα)
μεσανυχτί
μεσανυχτιάουμαι
Μεσαρέας (τα)
μέσασμαν (το)
μεσέ (η)
μέσε (η)
μεσέγκον (το)
μεσέλ (το)
μεσελέ (η)
μεσελέδες (τα)
μεσελέες (το)
μεσελές (ο)
μεσελίν (το)
μεσένιεν (το)
μεσέντρια (τα)
μέση (η)
μεσημερί
μεσιά (η)
μεσιακός (ο)
μεσιάλια (η)
μεσιλαεμένος (ο)
μεσίν (το)
μεσνέτ (το)
μεσογιέν (το)
μεσοδέμ (το)
μεσοδία (η)
μεσοδόκ (το)
μεσόδοκον (το)
μεσοκαίρ (το)
μεσοκαιρίτες (ο)
μεσοκαιρίτσα (η)
μεσοκαιρίτσσα (η)
μεσοκοδέσποινα (η)
μεσοκουράουμαι
μεσοκόφτω
Μεσολόζ (το)
μεσονύχτ (το)
μεσοπάν (το)
μεσοπαπατάζω
μεσοπάρχαρον (το)
μεσόπον (το)
μεσοπονίον (ο)
μεσοπότινα (τα)
μεσορδάν (το)
μεσορρύμ (το)
μεσοσέλ (το)
μεσοσκοτώνω
μεσοσκότωτος (ο)
μεσοστούλαρον (το)
μεσοστράτ (το)
μεσοτούντουνος (ο)
μεσουρανού
Μεσοχαλδία (η)
μεσοχάμ (το)
μεσοχάν (το)
μεσοχείμαγος (ο)
μεσοχειμάζω
μεσόχειμος (ο)
μεσοχείμωγκα
Μεσοχώρ (το)
μεσσιακόν (το)
μέστια (τα)
μεσφερέ (η)
μέτα
μεταβάλλω
μεταβάλσιμον (το)
μεταγγίζω
μετάγγιση (η)
μετάδοση (η)
μεταθέκω
μεταλαμβάνω
μετάληψη (η)
μεταλίκ
μετάλλαγα
μεταλλάζω
μεταλοχούσεμαν (το)
μεταλοχουσεύω
μετανίζω
μετανογώ
μετάνοια (η)
μετανοίουμαι
μετανουνίζω
μετανοώ
μεταξένιος (ο)
Μεταξία (η)
μεταξοζύγιστος (ο)
μεταξοκέφαλος (ο)
μεταξώνω
μεταπλάσκουμαι
μετασαλεύκουμαι
μετασαλεύω
μεταφυτεύω
μετένιν (το)
μετεντζής (ο)
μετεντζιλούχ (το)
μέτζ (το)
μετζιάζω
μετζίτ (το)
μετζιτιέ (το,η)
μετζλίς (το)
μετιακία (η)
μετόπωρος (ο)
μετρά τ άστρα
μέτρεμαν (το)
μετρεμένα
μετρεσέ (η)
μέτρια
μέτρον (το)
μετροπιάνω
μετροπίασμαν (το)
μέτρος (το)
μετρούα (η)
μετρούγα (η)
μετρούλα (η)
μετρούμαι
μετροφυλλώ
μετρώ
Μέτσελ (το)
Μετσήτ (το)
μεύκουμαι
μέφτες (ο)
μεχιουρλαεύω
μεχίρ (το)
μεχιρλαεύω
Μεχιρτζή (του/τη)
μεχκεμέ (η)
μεχλέντς (το)
μεχρεμετλής (ο)
μεχτάτς (το)
μή
μηάρ
μηδέ
μηλίτα (η)
μηλίτζα (η)
μηλίτσα (η)
μηλίτσι (το)
μήλον (το)
μηλορόδακον (το)
μηνακά (τα)
μηνάλλαγμα (το)
μηνιαίον (το)
μηνιάτκον (το)
μηνοστασία (η)
μηνύω
μηρυκού
μηρυκούμαι
μητερίτζα (η)
μητρικά (τα)
μητροπολίτης (ο)
μιακιάρ
μιαμούρτς (ο)
μίαν
μιαντζής (ο)
μιαντζιλούχ (το)
μιαντή (η)
μιαρμιαρούμαι
μίας και μίας
μιγκίν (το)
μιζαβίρτς (ο)
μιζεβιρλούκ (το)
μιζμίης (ο)
μιζτράχ (το)
μίκρα (η)
μικραίνω
μικρίκος (ο)
μικρίτσικος (ο)
μικροθέα (η)
μικροθέας
μικροκέφαλος (ο)
μικρός (ο)
μικρότε (η)
μικροτερύνω
μικρύνω
μιλαμένα (τα)
μιλάπ (το)
μιλάτ (το)
μιλέτ (το)
μιλιόν (το)
μιλιούνιον (το)
μιλλέτ (το)
μιμίδ (το)
μιμιδόπον (το)
μινκίν (το)
μιντέρ (το)
μιντζαστόν (το)
μιντζένες (ο)
μιντζίν (το)
μιντζίτα (η)
μιντζοκόλοθον (το)
μιραζχόρ (οι)
μιρίμια (τα)
μίς μίς
μισάγκωνος (ο)
Μισαηλάντων (το)
μισαντάρκ
μισίζω
μισίουμαι
Μισίρ (το)
μισίρ μουρμεσί (το)
μισίρ ταγούν (το)
μισιρίτσα (η)
μισκέτ (το)
μισκίντς (ο)
μισμίζης (ο)
μισμίλ (το)
μισμιλαεύω
μισόδρομος (ο)
μισοπότινα (τα)
μισοψέσκουμαι
μισόψετος (ο)
μιστός (ο)
μισχιμάρ (το)
μίσχος (ο)
μισώ
μιτάρ (το)
μιτιρλούχ (το)
μιτίρτς (ο)
μιχίρ (το)
Μιχιρτζή (το)
μνάσκουμαι
μνέσκουμαι
μνήμαν (το)
μνημόρ (το)
μό
μοασίρτς (ο)
μοβόρος (ο)
μοζαμεύω
μοζανεύω
μοζίκα (η)
μοζίν (το)
μόζος (ο)
μοθόπορος (ο)
μοθοπώρι (το)
μοθόπωρον (το)
μοθόπωρος (ο)
μοιάζω
μοίρα (η)
μοιρεαστής (ο)
μοιρολογώ
μοκίλ (το)
Μολαλάντων (το)
Μολαλή (η)
μολόζ (το)
μολός (το)
μόλοτας (ο)
μολυβάς (ο)
μολυβέα (η)
μολυντσεύκουμαι
μολώ
μομότς (το)
μομότσα (τα)
μόν (ο)
μονάζω
μονάουμαι
μοναρά (η)
Μοναστήρ (το)
μοναστόν (το)
μόναχον
μονή (η)
Μονοβάντων (το)
Μονόγιαννες (ο)
μονοήμερος (ο)
μονολάβ (το)
μονοστέφανα (τα)
μονοτσίπ (το)
μονοτσίπκον (το)
μονόφυλλος (ο)
μόντες
μοντεσαρίφς (ο)
Μόξιφα (η)
μόρικον ψωμίν (το)
μοροκόλλ (το)
μορταρία (η)
μορτάρκον (το)
μορτή (η)
μός μώρ
μοσκάρ (το)
μότο
μοτσίρ (το)
μουανούτ (το)
μουατσιρλούκ (το)
Μουγαλτά (η)
μουγκρίζω
μουδέ
Μούζαινα (η)
μουζεβίρης (ο)
μουθουγκιάρα
μουκάμ (το)
μουκασίρτς (ο)
μουκτάρης (ο)
μούλα (η)
μουλαζίμς (ο)
Μουλάκα (η)
μουμλαεύω
μουμουδάκ (το)
μουμουδάκα
μουμούλ (το)
μουμούλα (τα)
μουμουτεύω
μούν
Μουντάντος (το)
μουντζούρ (το)
μουντζουρλούχ (το)
μουντρούγας (ο)
μουντσεύκουμαι
μούρ (το)
μουράγκον (το)
Μουρασήλ (το)
μουράτ (το)
Μουράτ νταγ (το)
μουρδουλίζω
μουρμουλένιον στουράκ (το)
μουρμουλώνω
μουρμουρίζω
Μουρουζάντων (το)
μουρούκς (ο)
μουρταρίζω
μουρτάρτς (ο)
Μουρτζανή (η)
μουρτίκια (τα)
μουρχούτ (το)
μουσαλούχ (το)
μουσάς (ο)
μουσαφαρά (η)
μουσαφίρ οτασί (το)
Μουσγουλή (η)
μουσίκα (η)
μουσίν (το)
μουσιούς (ο)
μουσκάρ (το)
μουσκαράς (το)
μουσκαροδέμ (το)
μουσκαροπέτς (το)
μουσκαροτόπ (το)
Μουσκενάντων (το)
μουσκενάρ (το)
μουσκοδακρώ
μουσκομαξιλάρια (τα)
μούσκος (ο)
μουσκόφυλλον (το)
μουσλούπ (το)
μουσλούχ (το)
μουσμούλα (η)
μούστα (η)
μουστάζω
μουσταράκ (το)
μουστέα (η)
μουστερής (ο)
μουστουνέα (η)
μουστρωμένος
μουστρώνω
μουταρά (η)
μούτι (το)
μούτλαγα
μούτλακ
μούτλογα
μουτούλ (το)
Μουτουλού (η)
μουτουνίαμαν (το)
μούτσα (η)
μουτσέας (ο)
μουτσίτ (το)
μουτσούνα (η)
μουτσουρούμς (ο)
μουτσοχόρταρον (το)
μουτσόχορτον (το)
μουτσώ
μουφλιουσλεύω
μουφλισλαεύω
μουφρεζέ (η)
μούχακατ
μουχαλίφς (ο)
μουχανατλαεύω
μουχανατλούκ (το)
μουχανάτς (ο)
μουχανίζω
μουχαντλής (ο)
μουχαπέτ (το)
μουχαπετλής (ο)
μούχαρα
μουχασάρ (το)
μουχατσιρλούχ (το)
μουχατσίρς (ο)
μουχλαμά (η)
μουχλιάντς (ο)
μουχμουτεύω
μουχουτεύω
μουχτερόν (το)
μουχτερός (ο)
μουχτιάρς (ο)
μουχτσάζω
μουχτσάρ (το)
μουχτσεύω
μουχτσίν (το)
μοφόρ (το)
Μόχωρα (η)
μπάλος (ο)
μπαλτατσής (ο)
Μπάλτζανα (η)
μπαρμπούν (το)
μπαχτσεβάνος (ο)
Μπέϊταλα (η)
μπεορέκ (το)
μπερμπερίζομαι
μποξά (η)
μπόρεζη (η)
Μπουγάρ Ματέν (το)
μπούζ (το)
μπουΐκ (το)
μπουλγούρ (το)
μπουμπακένες (ο)
μύα (η)
μύδ (το)
μύδι (το)
μυδοπίλαφον (το)
μύϊα (η)
μυία (η)
μυλάπ (το)
μυλάρ (το)
μυλάσματα (τα)
μυλαστά (τα)
μυλέχκουμαι
μύλι (τη)
μύλιαγμαν (το)
μυλιάζω
μυλιάσκουμαι
μυλιαστά λάχανα (τα)
μυλιάχκουμαι
μυντζίν (το)
μυξέας (ο)
μυξοχόρταρον (το)
μύρα (η)
μύρα (τα)
Μυρίκα (η)
μύριοι (οι)
μυριομάλλια (τα)
μυρμηκιάζω
μυρμηκιώ
μυροστέκ
μυρσίνιν (η)
μυρωδία (η)
μυρωδίας (τα)
μυστηρεύκουμαι
μυτίν (το)
μυτίτσα (η)
μυτόχειλα (τα)
μωδάγ
μωδώ
μωζίκα (η)
μώλ (το)
μωμογέρα (τα)
μωμόγερος (ο)
μωμόερος (ο)
μώρ (το)
μωρές (το)
μωρεσακός (ο)
μωρεσιακά (τα)
μωρίτσα (η)
μωρίτσικος (ο)
μωροκόλλ (το)
μωρολογία (η)
μωρολογώ
μωρολοΐα (η)
μωρόν (το)
μωρός (ο)
μώσε