Λεξικά
Γραμματική
Παιχνίδια
Φορείς
Λεξικά
Γραμματική
Παιχνίδια
Φορείς
Αναζήτησε τη μετάφραση μίας λέξης
Αναζήτηση
Στο λεξικό είναι καταχωρισμένα 19831 λήμματα
Μετάβαση στο κυρίως περιεχόμενο
Λέξεις από Λ..
λάβ (το)
λαβάς (το)
λαβλάκς (ο)
λαβότ (το)
λαβρίν (το)
λαβώνω
λάγγεμαν (το)
λαγγευτά
λαγγευτόν (το)
λαγγεύω
λαγγεύω
λάγγος (ο)
λαγγουνίζω
λαγίν (το)
λάγκα-λάγκα
λαγκάδ (το)
λαγκάζω
λάγκασμαν (το)
λαγκεύω
Λάγκιοϊν (το)
λαγκούνημαν (το)
λαγκουνίζω
λαγκουνίουμαι
λαγμετέρ (το)
λαγξίν (το)
λαγοσκυλόπον (το)
λαγότ (το)
λαγοτζίκαρος (ο)
λαγούδ (το)
λαγουδίτζα (η)
λαγούμ (το)
λαγούμι (το)
λαγώτ (το)
λαγωτέα (η)
λαδώνω
λάζια (τα)
λάζικον (το)
Λαζού (η)
λαζούδ (το)
λαζουδένιος (ο)
λαζουδόφυλλο (το)
λαζουδοψώμ (το)
λαζούμ κι έν
λαζουντζίδικο (το)
λαζπούρτς (ο)
λαήν (το)
λάθα
λαθεύω
λαθιάσκουμαι
λάθος (το)
λαθούρ (το)
λαθύρ (το)
λαθύρα (τα)
λαθυρίτα (η)
λαθώνω
λαΐζω
λαίμαργος (ο)
λαΐν (το)
λαϊνάπ (το)
λαΐσκουμαι
λάϊσμαν (το)
λαϊστέρα (η)
λακάνα (η)
λακίν (το)
λακιρντί (το)
λακιρτεύω
λακιρτία (τα)
λακότ (το)
λακουρτεύω
λακουρτή (η)
λακουρτία (τα)
λακριντί (το)
λάλ
λαλά (η)
λάλα (η)
λαλάγγα (η)
λαλάγγας (τα)
λαλαγγίτα (η)
λαλασάρ (το)
λαλασέας (ο)
λαλασεύκουμαι
λαλασεύω
λαλασία (η)
λαλασχέας (ο)
λαλασχιάρκον (το)
λαλάσχιεμαν (το)
λαλασχιεμένος (ο)
λαλασχιεύω
λαλατζιόπον (το)
λαλάτσ (το)
λαλατσέν (το)
λαλαχεία (η)
λαλάχεμαν (το)
λαλαχεμένος
λαλαχευτά
λάλεμαν (το)
λάλεσον!
λαλετής (ο)
λαλετός (ο)
λαλία (η)
λαλλατζοπλούμιστον (το)
λαλλατζώνω
λαλλάτσια (τα)
Λαλόν (το)
λαλόπον (το)
λάλος (ο)
λαλώ
λαλώ την αραπάν
λαλωτός (ο)
λάμ (το)
λάμδα
λαμνίν (το)
λάμνω
λάμπ λούμπ
λάμπα (η)
λαμπάδα (η)
Λαμπαδίον (το)
λαμπαδοφώσ (το)
λαμπαδόφωτα (τα)
λαμπλουμπτζής (ο)
λαμπογυάλ (το)
λαμπογύρια (τα)
λάμπουκα (η, τα)
λαμπουκίζω
λάμπουτσα (η)
λαμπρακίζω
Λαμπρή (η)
Λαμπριάτικος
λαμπριάτκον (το)
λαμπρίν (το)
Λαμπροήμερα (τα)
λαμπρός (ο)
λαμπροφορεμένος (ο)
λάμπω
λαμψάν (το)
λαμψάνα (η)
λάμψιμον (το)
λαμψίν (το)
λανάρ (το)
λαναρίδ (το)
λαναρίζω
λανάρισμαν (το)
λαντακίζω
λάντζια (τα)
λαντούρα (η)
λαόπ (το)
λαοπλάνος (ο)
λαουδάπ (το)
λαούμ (το)
λαουμλαεύω
λαούπ (το)
λαπά (η)
Λάπα (η)
λαπαζέν (το)
λαπαζίον
λάπαζον (το)
λαπαζόφυλλον (το)
λαπαλέν (το)
λαπάρια (τα)
λαπαρόφυλλον (το)
λαπλαπίν (το)
λαπουδευτά
λαπουδεύω
λαπουτσίζω
Λαραχανή (η)
Λαρί (το)
λαρός (ο)
λαρού
λαρούμαι
λαρώθ
λάρωμαν (το)
λαρωμονή (η)
λαρώνω
λας
λάς (το)
λασίδα (η)
λάσιμον (το)
λάσιν (το)
λασίον (το)
λάσκεμαν (το)
λασκίζω
λάσκουμαι
λασούμενον (το)
λάστ!
λαστικλής (ο)
λάστικον (το)
λαστιχλής (ο)
λατάρα (η)
λαταρίζω
λατάριμαν (το)
λατάρισμαν (το)
λατισιόνα (η)
λάτρα (η)
λάφ (το)
λαφαζάνος (ο)
λαφρός (ο)
λαφρόψυχος (ο)
λαφρύνω
λαφτσής (ο)
λάχ
λάχ έρται
λάχ ίνεται
λαχαίνω
λαχανοζώμ (το)
λάχανον (το)
λαχανόστυπα (τα)
λαχανοφάγας (ο)
λαχανόφτειρα (η)
λαχίδα (η)
λαχιδιάζω
λαχμάζω
λάχμασμαν (το)
λάχμεμαν (το)
λαχμώ
λαχού
λαχούρ (το)
λαχουσή (η)
λαχουσιεύω
λάχτα (η)
λαχτέα (η)
λαχτίζω
λάχτισμαν (το)
λάχτισον
λαχτουβαρίζω
λαχών
λαψάνα (η)
λεβάντα (η)
λεβάντη (η)
λεβέντης (ο)
λεβέντος (ο)
λεβόρ (το)
λεβορέα (η)
λεγέν (το)
λεγίδ (το)
λεγίζω
λεγμετέρ (το)
λεγμετέριζω
λεγμιτέρ (το)
λεγνίκος (ο)
λεγνίν (το)
λεγνοκατάθετος (ο)
λεγνολέπκον (το)
λεγνοπίαστος (η)
λεγνός (ο)
λεγνύνω
λέγω εξ'απές
λεέν (το)
λειακόν (το)
λειαντέρ (το)
λειβάδ (το)
Λειβάδα (τα)
λειβαδέσιος (ο)
Λειβαδία (τα)
Λειβαδόπον (το)
λειβαδόχορτον (το)
λειβαδώνα (η)
Λειβερά (η, τα)
λειβερή (το)
λείβος (το)
λειβώνω
λεϊλάζ (το)
λεϊλέκος (ο)
λείμψανον (το)
Λεινερά (η)
λείξιμον (το)
λείξον
λείπω
λειρίτα (η)
λειτουργώ
λειτραχιάζω
λειτριχιάζω
λειτρίχιασμαν (το)
λειτρίχιγμαν (το)
λειτριχίζω
λειτρουία (η)
λειφτάζω
λειφτασέα (η)
λειφτασία (η)
λειφτέας (ο)
λειφτός (ο)
λειφτωτός (ο)
λείχω
λείψανον (το)
λεκέ (η)
λελέ (η)
λελέα και φουφούϊα (είχα τον)
λελέκ (το)
λελέκα (η)
λελέντσον ατο
λελέτς και φουφούτς
λελευΐζω
λελεύω
λέμ (το)
λεμόν τουζι (το)
λεμονάπ (το)
λεμονάπιδον (το)
λεμουλήν (το)
λεμπλεεύω
λεμπλία (τα)
λέντζ (το)
λεοντάρους (τους)
λέπ (το)
λεπέσ (το)
λεπίδ (το)
λεπλεπίν (το)
Λεποανέσια (τα)
λέπρα (η)
λεπριάζω
λεπρός (ο)
λέπω
λέρα (η)
Λερί (το)
Λερμούλος (ο)
λερός (ο)
λερώνω
λέσ (το)
λέσιμον (το)
λετζέκ (το)
λετζού (η)
λετσέκ (το)
Λέτσουχ (το)
λευκίν (το)
λευρός (ο)
λεύτερος (ο)
λευτερώνω
λεφτάζω
λεφτοκάρ (το)
λεφτοκαρέαν (η)
λεφτοκαρέν (το)
λεφτοκαρίτσα (η)
λεφτοκαροκάλυβον (το)
λεφτοκαρομάνα (η)
λεφτοκαροτσέπλ (το)
λεφτοκαρώνα (η)
λεχιμλιαεύω
λεχούσα (η)
λεχτσέα (η)
λέω
Λέων (ο)
ληγάρια
ληγορτά
λημερίζω
λημερνάζω
λημερνίζω
λημονεύω
λησιμονή (η)
λησμονώ
λητάρ (το)
ληταριάζω
λιαγάν (το)
Λιάγκοη (η)
λιαζιμλής (ο)
λιαζίμς (ο)
λιαϊλιάκος (ο)
λιάκ
λιάκιν
λιακόν (το)
λιάνι (το)
λιαπούκα (η)
λιάσχ (το)
λιασχέα (η)
λίβ (το)
λιβάδ (το)
λιβαδώνα (η)
Λιβερίτες (ο)
Λιβερτάντων (τη, των)
λίβια (τα)
λιβόρι (το)
λίβος (το)
λίβωμαν (το)
λιβωμένα
λιβωμένος (ο)
λιβών
λιβώνει
λιβώνω
λιβωτός
λιγαεύω
λιγατουρεύω
λιγκουρνεάζω
λιγκρανίζω
λιγμετέρ (το)
λιγοθυμία (η)
λιγοθυμώ
λιγούμαι
λιγουρεύκουμαι
λίγωμαν (το)
λιγωμένος
λιγώνω
λιγωρία (η)
λιγωριάζω
λίδ (το)
λιθάρ (το)
λιθαρέα (η)
λιθαρένες
λιθαρένιος (ο)
λιθαριάζω
λιθαρομύτ (το)
λιθαρόπον (το)
λιθαρορίζα (το)
λιθαροσκεπάσματα (τα)
λιθαροσώρ (το)
λιθιάζω
λιθομπορέν (το)
λιθόμπορον (το)
λιθρίδ (το)
λιθώνω
λικίδ (το)
λικρανίζω
λίλαγμαν (το)
λιλίν (το)
λιλόπον (το)
λιμαγκουρίζω
λίμαγμαν (το)
λιμαγμένος
λιμάζω
λιμαινιάουμαι
λιμάν (το)
λιμανίζω
λιμανίουμαι
λιμανλαεύω
λιμανλούχ το)
λιμάπ (το)
λιμάρκος (ο)
λιμάχουμαι
λιμαχτά
λιμενασέα (η)
λιμενεύω
λιμένη (η)
λιμενιάουμαι
Λιμνία (τα)
λιμνιάζω
λιμνίν (το)
λιμνίτσιν (το)
λιμνώνω
λιμοκουριάουμαι
λιμόν (ο)
λιμός (ο)
λιμοχώρ (το)
λιμπίζομαι
λινάρ (το)
λινέα (η)
λινιάουμαι
λινοσκεπασμένα (τα)
λιντέρ (το)
λίντζ (το)
λίντζε (τα)
λίντζζεα (τα)
λιντζόπον
λίον
λιπαρός (ο)
λιπάς (το)
λιπουρτίζω
λιπουρτίκς (ο)
λιρθίδ (το)
λιροπρόσωπος (ο, η)
λιρτσός (ο)
λισγάρ (το)
λιστρίον (το)
λίστρον (το)
λιτζάνα (τα)
λίτσα λιτς
λίτσικον
λιφόρα άρκονος (τα)
λιφορένες (ο)
λιφορίζ
λιφτίζω
λιφτίον (το)
λιχνέας (ο)
λιχνεύω
λιχνίδ (το)
λιχνίζω
λίχνισμαν (το)
λιχνιστήρ (το)
λίχτρε (η)
λίχτρεμαν (το)
λιχτρεύω
λιχτρί (το)
λιχτρομάκελον (το)
λιχτσέα (η)
λοβέρ (το)
λοβία (η)
λοβίν (το)
λόγ (το)
λογάδ (το)
λογάδιν (το)
λογαρία (η)
λογαριάζω
λογαρκή (η)
λογάσκουμαι
λογασμέντζα (η)
λογής
λογικόν (το)
λογισμός (ο)
λογκόντς (το)
λογλαεύω
λογόδομαν (το)
λογοθέτης (ο)
λογοκόψιμον (το)
λογομάντηλον (το)
λογόξυλον (το)
λογοπαίρω
λογόπαρμαν (το)
λογοπιάσκουμαι
λογόπον (το)
λόγος (ο)
λογοτέα (η)
λογυρώ
λοιμική (η)
λοϊόν-λοϊόν
λολά
λολαΐτας (τα)
λολότς (το)
λολοτσιεύω
Λοντσίωνος (τη, του)
λοοπιάσκουμαι
λόπ αρμούτ (το)
λοπούτ (το)
λοπούτς (ο)
Λορκά (η)
λός (το)
λοτής (ο)
λοτιλούχ (το)
λότσιος (ο)
λουγξίχω
λούελη (η)
λούζω
λουκάγκον (το)
λουκή (η)
λουκίζω
λουλά (η)
λουλάκ (το)
λουλακόπον (το)
λουλακώνω
λουλούδ (το)
λουλουδένιος (ο)
λουλούδιασμαν (το)
λουλουδίζω
λουλούτς (το)
λουμπίζω
λούνω
λούρα (η)
λοϋρίζω
λουσίον (το)
λουτούδ (το)
λουτουργούμαι
λουτρίσκουμαι
λουτρουΐα (η)
λουτρουργώ
λουτρουώ
λόχα (η)
λοχούσα (η)
λοχουσία (η)
λόχπερ (το)
λυγερός (ο)
λυγίδ (το)
λυγίζω
λυγίσκουμαι
λύγισμαν (το)
λύγουμαι
λυθρίδ (το)
λυΐδ (το)
λυκάνθρωπος (ο)
λυκιάσκουμαι
λυκογιαγιά (η)
λυκοκαλομάνα (η)
λυκομάς (το)
λυκομαχώ
λυκοπάππος (ο)
λυκοπούλα (τα)
λυκοπούλλ (το)
Λυκοράς (το)
λυκορίτσα (η)
λύκος (ο)
Λυκόστ (το)
λυκοτσούνα (η)
λυκούδ (το)
λυκούδια (τα)
λυκοχάντζα (τα)
λυκοχάντζια (τα)
λυκοχαντζού (η)
λυκόχασμαν (το)
λυμνοπόσταλα (τα)
λύντζ (το)
λύντζια (τα)
λύνω
λύουμαι
λύουμαι ασά γέλτα
λυπάσκεται
λυπάσκουμαι
λυπητερά
λυπίζω
λύρα (η)
λύρατσης (ο)
λυριτζής (ο)
λυριτσής (ο)
λυροπρόσωπος (ο)
λύς (η)
λύσιμον (το)
λυσιμονή (η)
λυσσάζω
λυσσιάζω
λυτάρ (το)
λυτάριν (το)
λυτάρκον (το)
λυτία (η)
λυτιάρ
λυτός (ο)
λυτρωμονή (η)
λυχνάρ (το)
λυχναροστάτε (η)
λωβία (η)
λωλίζω
λωλός
λωλωμένος
λωλώνω
λωλωτά
λωλωτός
λώμαν (το)
λώματα
λώμμαν (το)
λωμμασία (η)
λώμματα (τα)
λωμματικά (τα)
λωπούτς (ο)
λωράρ (το)
Λωρία (τα)
λωρίαγμαν (το)
λωριάζω
λωριασμένος
λωρίν (το)
λωρίτζι (το)
λωροκόσκινον (το)
λωστάρα (η)
λωστοπέρτς (ο)
λώτσος (ο)