Λεξικά
Γραμματική
Παιχνίδια
Φορείς
Λεξικά
Γραμματική
Παιχνίδια
Φορείς
Αναζήτησε τη μετάφραση μίας λέξης
Αναζήτηση
Στο λεξικό είναι καταχωρισμένα 19831 λήμματα
Μετάβαση στο κυρίως περιεχόμενο
Λέξεις από Ο..
οβά (η)
οβαλούς (ο)
Οβατσίκ (το)
ογάταρ
ογήκ (το)
όγια
ογλήγορα
ογμά (η)
ογουζωτός (ο)
ογούης (ο)
ογούλ ουσάκ
ογούρ (το)
ογουρσούης (ο)
ογρατουρεύω
οδός
όθεν
όι όι
οίδεν
οικονόμος (ο)
οικουμενή (η)
οικουμένη (η)
όκεσαλκ
όκεσλακ
οκνέας (ο)
οκνία (η)
οκνώ
οκοτάρ
όλ
ολά ολά
ολαίματος (ο)
όλαν
ολάνεψα (τα)
ολάνοιξη (η)
όλας (ο)
ολασμά (η)
Όλασσα (η)
όλες (η)
ολήγορα
ολήμαυρος (ο)
όλης (τη)
ολιγίκον
ολιγίτσικον
ολίγον
ολιγούτσικος (ο)
ολμαγιαντά
όλματι
ολόγιος (ο)
ολόες (ο)
ολόισος (ο)
ολοκάτενος (ο)
ολόκοπος (ο)
ολόκουφος (ο)
ολόμαυρος (ο)
ολομόναχος (ο)
ολόξενος (ο)
ολόος (ο)
ολοπλούμιστος (ο)
ολοστρόγγυλος (ο)
ολούγιος (ο)
Όλουτσα (η)
ολουχλαεύω
ολόχαλκος (ο)
ολοχάσχασον (το)
ολοχείμωγκα
ολοχρονία
ολόχρυσος (ο)
ολτσεύω
ομάλ (το)
Ομάλα (τα)
ομμάτ (το)
ομμάτα (τα)
ομματέα (η)
ομματιάζω
ομματιάσκουμαι
ομμάτιασμαν (το)
ομματοζίνιχον (το)
ομματόκλαδα (τα)
ομματοτζιάτζ (το)
ομματοτσάτς (το)
ομματόφρυδα (τα)
ομματοφώλιδα (τα)
ομματοφωλίδια (τα)
όμνασμα (το)
ομνύγω
όμνυσμαν
όμνυσμαν (το)
ομνύω
ομνώ
όμο
ομοιάζ'
ομοιάζω
ομολογία (η)
ομολογώ
όμον
ομορφάδα (η)
όμοσμαν (το)
ομούτ (το)
όμποιος (ο)
όμπον
ομπροστά
όμπως
ονειδία (η)
ονειδίζω
ονείδισμαν (το)
όνειδος (το)
όνεμαν (το)
όνερον (το)
όνομα (το)
ονομάζω
ονομασία (η)
ονομάσκουμαι
ονοματίζω
οντά (η)
όνταν
οντάν
όντας
όντες
οξάδ (το)
οξαεύω
οξάζω
οξάμ (το)
οξέα (η)
οξι κες
οξιάζω
οξίδ (το)
οξιδόπον (το)
οξιδώνω
οξόμ (το)
οξοπίης (ο)
οξοπίς
οξοπισλούχ (το)
οξουκά
οξόφυλλον (το)
οξύγαλα (το)
οξύδ (το)
οξυκές
οξυπόλτος (ο)
οξωκά
όπ
οπέρτς
οπίς
οπίς πάει
οπισκαικά
οπισκιάν
οπισμερέαν
όποι
όποιος (ο)
οπόταν
οπότε
όπου
όπου καικά
όπου κεσ
όπουζουμ
όπως
όραμαν (το)
οραματίουμαι
οργανίζω
όργανον (το)
οργή (η)
ορδανίν (το)
ορέγομαι
όρεξη (η)
ορέχκουμαι
ορθασία (η)
ορθία (η)
ορθός (ο)
ορθούμαι
όρθωμαν (το)
ορθώνω
ορία
οριάζω
ορίζω
όρισμαν (το)
ορίστε ιν
ορκεύω
ορκίζω
ορκίσκουμαι
όρκος (ο)
ορκώνω
ορμάν (το)
ορμανοκόλ (το)
ορμή (η)
ορμίν (το)
ορμόχειλον (το)
ορνάκ (το)
ορνακλούχ (το)
όρνεα (τα)
ορνέκ (το)
ορνέκια (τα)
όρνια (τα)
ορνίθ (το)
ορνιθοφώλ (το)
ορομάζω
ορονίας
όροξη (η)
όρος (το)
όρος (το)
οροσπάρκον (το)
οροσπή (η)
οροσπιλίκ (το)
όρσον
ορταεύω
ορτάκ (το)
ορτάκα (τα)
ορτακόν (το)
ορτακός (ο)
ορτάποϊλης (ο)
ορτάρ (το)
ορταρόπον (το)
ορταροτσίπ (το)
ορτάς (ο)
ορτιμά (η)
ορτόκ (το)
ορτούκ
ορτουρεύω
όρτσον
ορτύκα (η)
ορτυκοφάϊ (το)
ορφανία (η)
ορφανίζω
ορφανίουμαι
ορφανός (ο)
ορωγμώ
ορωθυμώ
ορωμάζω
ορωμαίος (ο)
όρωμαν (το)
ορωματιάζω
ορωματιάσκουμαι
ορωνεία (η)
ορωνία (η)
ορωτώ
οσημερνός (ο)
οσήμερον
όσον
όσον πόσον
όσον ποσόν
όσος
οσπίτ (το)
οσπιτανοί (οι)
οσπιτανός (ο)
οσπιτιανός (ο)
οσπιτόπον (το)
οσπιτοφύλακας (ο)
οσπιτοχάλαστος (ο)
οσπιτώνω
όστ όστ
όσταν
οστούδ (το)
οστουδένιος (ο)
οστουδένος (ο)
οστρέα (η)
οστρίδ (το)
οτά (η)
οτίλεος
ότιναν
οτμανή (η)
οτοποίος και οτοποίος
ότοπως
οτότε
οτότες
οτουνούμ (το)
οτουρακλίν (το)
οτσάγ (το)
οτσάκ (το)
οτσιάκ (το)
οτωπώς
ου
ου πού
ούα (η)
ούβα (η)
ούγα (η)
ουγιά (η)
ουγκαρίζω
ουδάρ (το)
ουδάριν (το)
ουδέ
ουζάτ μεγιάλουμ
ουζατεύω
ουζατουρεύω
ουζέ
ουζούν ουζατιέ
ούθαζν
ουϊτορεύω
ουκέ
ούκρα (η)
ούλ (οι)
ούλαν
ούλε
ουλιασί
ουλίζω
ουλίτσα (η)
ούλος (ο)
ουλού γιολιν
ουλούς (το)
ουλουσεύω
ουλουσία (η)
ούμπαν
ούμπαν μερράν
ούμπιος (ο)
ούμπου
ουντά
ουντάς
ούντζαν
ούντι
ούντιαν
ούπου
ουράδ (το)
ουραδία (η)
ουραδιάζω
ουραδοκομμένος (ο)
ουράνια (τα)
ουρανίζω
ουρανίν (το)
ουράνιος (ο)
ουρανίσκα (η)
ουρανίστρα (η)
ουρανοπούλλ (το)
ουρανός (ο)
ουρανοφώσιν (το)
ούρνεμαν (το)
ουρνούμαι
ουρνύομαι
ούς
ούς ατώρα
ούσαν
ουσάν
ούσνα
ουσούλε
ουσούλια
ούσπου
ούστ
ουστάμπασης (ο)
ούσταν
ουστάπασης (ο)
ουτάπασης (ο)
ουτζέ
ούτον
ούτου
ούτουλα
ούτς
ούτσ (το)
Ούτσεντεκ (το)
ουτσίζω
ουτσοπουλλά (τα)
ουτσουρούμι
ούτω πως
ουτωπώς
ουχί
οφετινός (ο)
οφέτος
οφίδ (το)
οφιδοπούλ (το)
οφιδοχτενίστρα (η)
οφλαεύω
οφλίδικα (τα)
οφρύδ (το)
οφρύδα (τα)
οφρυδόπον (το)
οφταρμοζίνιχον (το)
οχά
οχλαεύω
οχλαού (η)
οχλεύω
όχοχον
όχτος
οχτρός (ο)
οχτωτσάφς (ο)
οχωρίος (ο)
οψάρ (το)
οψαροζώμ (το)
οψέ
οψέ κές
οψέζνος
οψεκαικά
οψεκιάν
οψεσνός (ο)
όψη (η)
οψίδ (το)
οψίκ (το)
όψιμος (ο)