Λεξικά
Γραμματική
Παιχνίδια
Φορείς
Λεξικά
Γραμματική
Παιχνίδια
Φορείς
Αναζήτησε τη μετάφραση μίας λέξης
Αναζήτηση
Στο λεξικό είναι καταχωρισμένα 19831 λήμματα
Μετάβαση στο κυρίως περιεχόμενο
Λέξεις από Β..
Βαγγέλα (η)
Βαγγελισμός (ο)
βάγια (τα)
βάδιος (ο)
βαευτέρ (το)
βαεύω
βαζίρτς (ο)
βαηλούχ (το)
βαθαλός (ο)
βαθέα (τα)
βάθος (το)
βαθράκα (η)
βαθρακός (ο)
βαθυβολίζω
βαθύνομαι
βαθύνω
βαθυπνίσκουμαι
βαθυρρύμ (το)
βαθυσπορίζω
βάι
Βαΐα (η)
βαϊβαλαλά
βαΐζ
βαΐζω
βάιναση (η)
βαΐον (το)
βαϊρόκ
βαϊρούχ
βακίλτς (ο)
βακίτ (το)
βακούτ (το)
βακούφ (το)
Βάλαινα (η)
βαλάν (η)
βαλλαχά
βάλλω
βάλλω σ ομμάτ
βάλσαμον (το)
βάλσιμον (το)
βαμβακοτάραγος (ο)
βαμπακωτός (ο)
βαμπίρ (το)
βάν κετισή
βαρά
βάραγκος (ο)
βαραγρανεμία (η)
βαράκ (το)
βαράμ (το)
βαραμλής (ο)
βαραμώ
βαρανά (η)
βαρανά κατάρ
βαρασιά (η)
βαράσκουμαι
βαράχ (το)
βαραχλαεύω
βαραχώνω
βαρβαταρίζω
βαρβατούρ (το)
βαρέα (η)
βαρέλ (το)
βαρελέα (η)
βαρελόκωλος (η)
βαρένικα (τα)
Βαρενού (η)
Βαρετόν (το)
βαρηκοΐα (η)
βαριάζω
βαριάκ
βαριασία (η)
βαριάσκουμαι
βαριασμέντσα (η)
βαριέτ (το)
βαριετλής (ο)
βαριόζ (το)
βαριούχ
βάρισα
βάρισαμ
βάρκιγμαν (το)
βαρκίζω
βαρνάσκουμαι
βαρόπα (τα)
βάρσαμον (το)
βάρσανον (το)
Βαρτάντων (του)
βαρυαναστενάζω
βαρυκαρδίζω
βαρύπονος (ο)
βαρύς (ο)
βαρυτράχηλος (ο)
βαρυτσακουτσέα (η)
βαρυχειμωνία (η)
βάσανον (το)
βασάχ (το)
βάση (η)
βασιλέας (ο)
βασιλεία (η)
βασιλεύω
βασιλιακόν (το)
βασιλικόν σαντζίν (το)
βασιλοκάστρ (το)
βασιλοκόριτσον (το)
βασιλοσκάμν (το)
βασιλοστούλαρον (το)
βασκόσημον (το)
βατανλούκ (το)
βατανλούχ (το)
βατάχαντον (το)
βάφτω
βάχ
βαχλαεύω
βαχλανεύκουμαι
βαχούτ (το)
βαχουτλής (ο)
βαχουτλούς (ο)
βεζίρτς (ο)
βελάν (το)
βελετιζνέσα (η)
βελόν (το)
βελονίτα (η)
βελονομύτ (το)
βελονόχορτον (το)
βέξιλη (η)
βέρ σελιάμ
βερανέ (η)
βερέμ (το)
Βερίζαινα (η)
βερκή (η)
βερκιλής (ο)
βερκουκάρα (η)
βερτούρεμαν (το)
βερτουρεύω
βεσαέτ (το)
βεσιέτ (το)
βεσικά (η)
βεσικέ (η)
βεχίον (το)
βέχιος (ο)
βέχω
βιδολόι (το)
βικόχορτον (το)
βιντζορόης (ο)
βίντζος (ο)
βιντολόης (ο)
βίντος (ο)
βίος (ο)
βιρβιλίτσ (το)
βιρβιλώνω
βίρεα βίρεα
βίρια
βιτσάζω
βιτσικοπώ
βλάντ (το)
βλαστάρ (το)
βλάφκουμαι
βλάφτω
βλάψιμον (το)
βλόσυρα κατεβασμένα (τα)
βλωχών (το)
βοά
βογίνω
βοετός (ο)
βοή (η)
βοθράκα (η)
βοϊνοί (οι)
βολά (η)
βολίζω
βολόν (το)
βομπάκ
βόρατον (το)
βόρβορος (ο)
βορρίζω
βοσκή (η)
βοσκίζω
βοσκίον (το)
βόσκουμαι
βοτάνι (το)
βοτάνια (τα)
βοτάνιγμαν (το)
βοτανίζω
βοτρύδ (το)
βουβάλ (το)
βουγάνισμαν (το)
βούδ (το)
βουδάνος (ο)
βουδανός (ο)
βουδάς (ο)
βούδι (το)
βουζούρ βουζούρ
βουζτάριγμαν (το)
βουζταρίζω
βουϊβούι (το)
βούκα (η)
βουκάχας (ο)
βουκέα (η)
βουκέντρ (το)
βουκεντρέα (η)
βουκέντρι (το)
βουκόλος (ο)
βουκούμαι
βουκώνω
βούλα (η)
βουλή (η)
βουλώνω
βουνός (ο)
βουντάχ (το)
βούρα (η)
βουράζω
βουράνω
βουργούν (το)
βουρδουλίζω
βουρέα (η)
βουρκανίζ
βουρκανίζω
βουρλίζομαι
βουρλός (ο)
βουρουλεύκουμαι
βουρουσεύκουμαι
βουρουστούρεμαν (το)
βουρουστουρεύω
βουρτούρεμαν (το)
βουρτουρεύω
βουρτσαλαεύω
βουρτσίζ
βουρτσίζω
βουτάχαντον (το)
βουτεμένον (το)
βούτερον (το)
βούτορον (το)
βούτος (ο)
βουτουρέα (η)
βουτουρίτσα (η)
βουτουροβάρελον (το)
βουτουρότανον (το)
βουτυρόχορτον (το)
βουτώ
βόχον (το)
βοώ
βραβουλίτσα (η)
βραδεζνές
βραδή (η)
βραδιανόν (ο)
βραδιάσκουμαι
βράδιασμαν (το)
βράδον (το)
βραδυανός (ο)
βραδύν και στέκ
βραδυνιάουμαι
βραδυνιάτικον (το)
βραδυνός (ο)
βράζω
βρακίν (το)
βρακοζών (το)
βρακοζωνιάζω
βράσα (η)
βρασάσκουμαι
βράσια (η)
βρασοκομμένος (ο)
βρασομένος (ο)
βρασούμαι
βραστάρ (το)
βρατέρια (τα)
βραχάλ (το)
βραχόλ (το)
βραχόνα (η)
βρέον (το)
βρεφούλ' (το)
βρεχ με το τουλούμ
βρεχανίζ
βρεχή (η)
βρεχίτα (η)
βρέχω
βρήμαν (το)
βροθάκα (η)
βροθακοζώμ (το)
βρόντεμαν (το)
βρούδ (το)
βρούλα (η)
βρουλίζω
βρουλίουμαι
βρούχνα (η)
βρουχνιάρ' (το)
βροχάντας (τα)
βρύατα (τα)
βρύετα (τα)
βρύχειλας (ο)
βρωμοχόρταρον (το)
βυζαλίζω
βυζαλίστρα (η)
βυζάνω
βύζνα (η)
βυζορρόι (το)
βώκος (ο)