Λεξικά
Γραμματική
Παιχνίδια
Φορείς
Λεξικά
Γραμματική
Παιχνίδια
Φορείς
Αναζήτησε τη μετάφραση μίας λέξης
Αναζήτηση
Στο λεξικό είναι καταχωρισμένα 19831 λήμματα
Μετάβαση στο κυρίως περιεχόμενο
Λέξεις από Δ..
δάβα (η)
δαβάζω
δαβαίνω
δαβίδ (το)
δαβλιζώνω
δαβλός (ο)
δαβλώνω
δαβρέας (τα)
δαβρί (το)
δαβρίνη
δαγκωματέας (τα)
δαδάρ (το)
δαδένιος (ο)
δαδία (τα)
δαδιάρ (το)
δαδίν (το)
δαιμονέας (ο)
δαιμονιάσκουμαι
δαιμονίζω
δαιμονίουμαι
δακέα (η)
δάκινω
δάκλυμαν (το)
δακνώ
δακόσια (τα)
δάκρα (τα)
δάκρεν (το)
δακρόπον (το)
δακροχαλαρδία (η)
δάκρυ (το)
δακρυώνω
δακτυλέας (τα)
δακτυλήθρα (η)
δάκω
δαλαλετής (ο)
δαμάσκηνον (το)
δαμέσα (τα)
Δάμος (ο)
Δάμων (ο)
δάν
Δανείαχα (η)
δανείζω
δανεικός (ο)
δάνος (το)
δανουσιεύω
δάνω
δαξέας (τα)
δάξιμον (το)
δαπλούμαι
δάπλωμαν (το)
δαρ (το)
δάρμαν (το)
δαρμενεία (η)
δαρμενεύω
δαρμένος (ο)
δαρμηνία (η)
δαρμός (ο)
δαρμωνή (η)
δάρτι
δάσκαλος (ο)
δασκαλωτός (ο)
δασκεύω
δαστήρα (η)
δασύς (ο)
δάταγμαν (το)
δαταγωγός (ο)
δατάχκουμαι
δατινάουμαι
δατρός (ο)
δαυκίν (το)
δαυλίζω
δαυλιμίτρα (η)
δαυλίν (το)
δαυλιστέρ (το)
δαφεγγίζ
δάφνη (η)
δαφνήδ (το)
δαφνίδ (το)
δαφνίν (το)
δάφνον (το)
Δαφνοπόταμος (ο)
δαφνόφυλλον (το)
δαφτουλίγουμαι
δαχτυλές (το)
δαχτυλήτρα (η)
δαχτυλιάζω
δαχτυλίδ (το)
δάχτυλον (το)
δαχτυλόπον (το)
δέβα
δέβα (η)
δέβα και στα
δεβάζω
δεβάζω πλαν
δεβαίνω
δέβαμαν (το)
δέβαση (η)
δεβάσκουμαι
δέβασμαν (το)
δεβασμένος (ο)
δεβάτ (οι)
δεβγαίνω
δεβγατίζω
δεβίον (το)
Δεβρεντζή (η)
δέδ (το)
δεδέα (η)
δέησην (η)
δεικνύζω
δείκνω
δειλαίνομαι
δειλαίνουμαι
δείλιασμαν (το)
δείλιν (το)
δειλινάρ (το)
δειλινάρι (το)
δειλνάζω
δεινόν (το)
δείξα (η)
δειξίζω
δείσα (η)
δεισακός (ο)
δεισάρ (το)
δεισοποτισμένος (ο)
δεισοτόπ (το)
δεισοτόπιν (το)
δεισοφώλ (το)
δείσωμαν (το)
δεισώνε τ ομμάτα μ
δεισώνω
δεισωτός (ο)
δέκα κάτια
δεκατσίτσιλος (η)
δελάγομαι
δελεστήρα (η)
δέλιαγμαν (το)
δελιάζω
δελιάουμαι
δελιασμένος (ο)
δελιαστέρ (το)
δελνέ (το)
δελτάρ (το)
δελφίν (το)
δέμαν (το)
δεμάτ (το)
δεματιάζω
δεματικόν (το)
δεμέσ (το)
Δεμίρ Μαπού (το)
δέν
δενδρίτσι (το)
δενής (ο)
δεντρίν (το)
δεντροκέφαλον (το)
δεντρόκλαδον (το)
δεντροκώλ (το)
δεντρολάχανον (το)
δεντρολίβαδον (το)
δεντρολίβανον (το)
δεντρόν (το)
δεντροφύλλωμα (το)
δένω
δεξαμένε (η)
δεξαμένισσα (η)
δεξάμενον (ο)
δεξάμενος (ο)
δεξαμέντσα (η)
δεξέν (το)
δεξιά
δεξιμάτ (το)
δεξιματέα (η)
δεξιμάτς (ο)
δεξιός (ο)
δεξιόχερος (ο)
δεξοχέρτς (ο)
δέοντα (τα)
δεράγομαι
δερβέναγας (ο)
δέρκουμαι
δέρμαν (το)
δερματώνω
δέρμω
δερμώνω
δερνοκοπίουμαι
δερνοκοπίσκουμαι
δερνοκοπώ
δερπάν (το)
Δέρραινα (η)
δέσιμον (το)
δεσίον (το)
δεσκαλική (η)
δεσκαλίτσος (ο)
δέσκαλον (ο)
δέσκαλος (ο)
δεσκάλτσα (η)
δέσκουμαι
δέσμ (το)
Δέσμαινα (η)
δέσμιν (το)
δέσποινα (η)
δεσποινή (η)
δεσποτιακός (ο)
δεσποτική (η)
δεσπότς (ο)
δέσσμια (τα)
δέσσμια (τα)
δεστήρας (τα)
δευτεροδόναρον (το)
δεύτερον
δευτεροπούλ (το)
δέχκουμαι
δέχω
δημόσιον (το)
δί ατόν
διάβα (η)
διαβαγωή (η)
διαβαίν ο νους ατ
διαβαίνω
διάβασμα (το)
διαβάτες (ο)
διαβόλ κάλτσαν
διαβολίτσον (ο)
διαβολοσύνα (η)
διαβολοσύνας (τα)
διαβολσύνια (η)
διάζω
διάθεση (η)
διακλίζω
διακλύζω
διάκλυσμαν (το)
διακλώσκουμαι
διάκον (ο)
Διάκονα (η)
διακόπουλον (το)
διακρώνω
διάλεγμαν (το)
διαλέγω
διαλεχτός (ο)
διαμέσ (το)
διαπάνα (η)
διαπανά (η)
διαπάνια (η)
διαπατώ
διάρ (το)
διάργυρη (η)
διαρίζω
διάρισμαν (το)
διαρμενεία (η)
διαρμενευτής (ο)
διαρμενεύω
διαρώ
διασκαλική (η)
διασκεύω
διαστήρα (η)
διαστραμμένος (ο)
διασυρμονή (η)
διάταγμαν (το)
διαταγός (ο)
διαταγωγή (η)
διαταγωγός (ο)
διατάζω
διατάχκουμαι
διατρικά (τα)
διατρόν (ο)
διατρός (ο)
διαφεντεύω
διαφήκεν (η)
διάφορο (το)
διάφορον (το)
διαφτιλίζω
διαφτουλίζω
διαχτερόν (το)
διβέργιν (το)
διβολίζω
διβόλισμα (το)
διβωλίζω
διβώλισμαν (το)
δίγοργον (το)
δίγω
δίγω καρδίαν
δίγω τσογάπ
δίγω φουρσεάντ
διδασκεύω
διδυμάρ (το)
διδυμάρα (τα)
δίδυμον (το)
δίδω
διερμηνεία (η)
διερμηνεύω
διέχω
διήμερα
δίκαια (τα)
δικαιόρος (ο)
δίκαιος (ο)
δίκαρδον (το)
δικέλλ (το)
δίκερος (ο)
δικλοπία (η)
δίκλοπος (ο)
δικλωπία (η)
δίκλωπος (ο)
δίκοιλος (ο)
δικοκκίζω
δίκοκκος (ο)
δικοντή (η)
δίκοντος (ο)
δίκοπον (το)
δίκοπον μαχαίρ (το)
δικοπορίουμαι
δικοπορώ
δίκοπος (ο)
δίκορμος (ο)
δίκορτζον (το)
δικούλ (το)
δικούρ (το)
δικουρίτζα (η)
δικουρίτσα (η)
δικράν (το)
δίκροκον (το)
δίκροκον ωβόν (το)
δικρόν (το)
Δίκωλος (ο)
διλάβ (το)
δίλαβον (το)
διλαβώνω
διλογίζω
διμάντηλον (το)
διμερόθεν
δίμητον (το)
δίμιτον (το)
διονίζω
διορθώνω
διορία (η)
διορίαν (η)
διόφορον (το)
δίπαντρος (ο)
διπάτ (το)
δίπατον (το)
δίπιστος (ο)
δίπλα (η)
διπλάζω
δίπλαμαν (το)
διπλανάθεμά σε
διπλανάθεμαν (το)
διπλανάσταση (η)
δίπλαση (η)
δίπλασμαν (το)
διπλοκλειδώνω
διπλοκοσκινίζω
διπλοκουρεύω
διπλοκόφτω
διπλολάλεμαν (το)
διπλομάνικον (το)
διπλομενύω
διπλοπαρακαλώ
διπλοπλέκω
διπλοπρόσωπος (ο)
διπλορωτώ
διπλοσιδεράζω
διπλούμαι
διπλοφώναγμαν (το)
διπλοχάλκινον (το)
διπλόχερος (ο)
δίπλωμαν (το)
διπλώνω
διπλωτός (ο)
δίπορτον (το)
Διπόταμον (το)
διπόταμος (ο)
διπροσωπία (η)
διπρόσωπος (ο)
διπυρίζω
δίπυρον (το)
δίπυρος
διρρύμ (το)
διρρωικόν (το)
δισάκ (το)
δισακκιάζω
δίσακκον (το)
δισακόφτερον (το)
δισερέα (η)
δισερή (η)
δισέρκ (το)
δίσεχτος (ο)
δίσκουλα
δισκουλίζω
δίσπερος (ο)
δισπυρίζω
δίστομος (ο)
διστρατίζω
διστράτισμαν (το)
διφόρ (το)
διφορίζω
διφτιλίζω
διφυλλίζω
δίχα
διχάλ (το)
δίχειλος (ο)
διχερέα (η)
διχερέαν (η)
διχερή (η)
δίχουτα
διχώρα (τα)
δίχωρον ωβόν (το)
δίχως
δίχωτα
δίχωτα (τα)
διψαμένον (το)
δίψαν (η)
διψασμένος (ο)
διψασμέντζα (η)
δίψυχος (η)
δίψωμαν (το)
δίω
διώξιμον (το)
διώξον
διώχνω
διώχω
δοθή (η)
δόκ (το)
δόκχουμαι
δολώνω
δονάρ (το)
δονίζω
δόνισμα (το)
δόντ (το)
δοντέα (η)
δοντιάζω
δοντολάβ (το)
δονώ
δόξα (η)
δοξάω
Δοξία (η)
δοξολογώ
δόσα (τα)
δοσίδα (η)
δόσιμον (το)
δοσίνεμαν (το)
δότες (ο)
δουκάλ (το)
δουκάλεμαν (το)
δουκαλεύω
δούλ (οι)
δουλεία (η)
δουλείαν (η)
δουλευτάρτς (ο)
δουλευτάς (ο)
δουλευτέας (ο)
δούλεψη (η)
δουλόπον (το)
δουμάκ (το)
δουρβάν (το)
δουρβανίζω
δρακέλλενος (ο)
δρακοντικόν (το)
δρακοντοπέαδον (το)
δρακοντοπούλ (το)
δρακοντόπουλον (το)
δράκος (ο)
δράμ (το)
δρανά (τα)
δρανίν (το)
δρανοκέφαλον (το)
δράξιμον (το)
δραχμήν (η)
δρεπάν (το)
δρομάζω
δρομιάζω
δρομογύρισμαν (το)
δρόμος (ο)
δροπάν (το)
δρουβάγκ (το)
δρουβάν (το)
δρούμελη (η)
δρούμελην (η)
δρύδ (το)
δύ
δύ νομάτ
δυμάρ (το)
δυνάμωμαν (το)
δυναμωτικός (ο)
δυνατόχερος (ο)
δύο (το)
δύοι
δυοινέτερον
δύος
δυσεύρετος (ο)
δύση (η)
δυσιακά (τα)
δυσιακόν (το)
δυσκόλεμαν (το)
δυσκολεύω
δύσπραγα (τα)
δύσταυρον (το)
δυστυχία (η)
δύστυχος (ο)
δυστυχώ
δυωνών
Δώδεκα Αλάτια (τα)
Δωδεκαήμερον (το)
δωδεκάμηνος (ο)
Δωδεκάρα (η)
δωδεκάχρονος (ο)
δώμα (το)
δώμαν (το)
δώρημαν (το)