Λεξικά
Γραμματική
Παιχνίδια
Φορείς
Λεξικά
Γραμματική
Παιχνίδια
Φορείς
Αναζήτησε τη μετάφραση μίας λέξης
Αναζήτηση
Στο λεξικό είναι καταχωρισμένα 19831 λήμματα
Μετάβαση στο κυρίως περιεχόμενο
Λέξεις από Ν..
να βάι
νά νά
νά νά
να νάτεν
ναείχας (ο)
νάζ (το)
Ναζηράντων (το, τη)
ναζίκ (το)
ναζίτς (ο)
νάζω
ναί
ναίκα (η)
ναικάδελφος (ο)
ναίμω
ναϊνιά (η)
ναίτση (η)
ναίτσικα (η)
νάκ (το)
ναλία (τα)
ναλπάντς (ο)
νάμ (το)
νάμαν (το)
ναμλαεύω
ναμλεεύω
ναμλής (ο)
ναμούσ (το)
ναμουσούης (ο)
ναμπέφτω
Νανάκ (το)
νανάκα
νανεύω
νάπια
ναπλάτ (το)
νάρ (το)
ναρέ (η)
ναρκιλέ (η)
νασάν
νασιλισέ
νασίλκα (η)
νασίρ (το)
νασιρλαεύω
νασμένον (το)
Νασούρα (η)
Νάστα
νατεύω
Νατσαράντων (η)
ναφιλάν (το)
ναφιλατζής (ο)
νάφιλεν
ναχάκ γερέ
ναχούρ (το)
νέ
νέ μιγκιν
νεάζω
νέασον
νεβάζω
νέβαρ νέγιοκ
νεβζήνω
νέγαλτι
νεγαμικά (τα)
νεγαμκά (τα)
νεγαμόλουτρον (το)
νέγαμος (ο)
νεγαμοσκάμ (το)
νεγαμοψώμ (το)
νεγκάζω
νεγκασία (η)
νεγκάσκουμαι
νεγκασμένος (ο)
νεγκοζόν (το)
νεδέρος (το) (ο)
Νέζιρε (η)
νειάζω
νέικος (ο)
νέισα
νεϊσέ
νέϊσσα
νέκουτση
νεκροστόλιαχτος (ο)
νεμάζ (το)
νέμο
νεμπέφτω
νεόνυφος (η)
νεόπαντρος (ο)
νέος (ο)
νεούμαι
νεοφερμένος (ο)
νεοχρονία (η)
νέπε
νεπέτ (το)
νέπουτση
νέπρε
νέπσα
νεραξία (η)
νεράρ (το)
νεράσκουμαι
νεριαξία (η)
νεριασία (η)
νερίφτω
νερκιλέ (η)
νερκιλές (ο)
νεροβράσα (η)
νερόβραστος (ο)
νερογάλαινα (η)
νεροζώμ (το)
νεροκάρδαμον (το)
νεροκράτεμαν (το)
νερομάισσα (η)
νερόν (το)
νεροπατίουμαι
νεροφιδίτα (η)
νερόφιδον (το)
νερόχορτην (η)
νεσπαλλώ
νέσπιλον (το)
νεστεία (η)
νεστειακόν (το)
νεστεύω
νεστικός (ο)
νέτα (η)
νευρόχορτον (το)
νέφα (τα)
νεφές (το)
νέφιρμαν (το)
νεώνω
νεωσύνη (η)
νηή (η)
νηχόπον (το)
νηχός (ο)
νιά
νιαζικόμηλον (το)
νιάισα
νιανεύω
νιάτ (το)
νιατεύω
νιάφιλεν
Νίβαινας ποτάμ (το)
νιγιάτ (το)
νιέτ (το)
νιζά (η)
νικώ
νινία (η)
νιόπαντρος (ο)
νισαλαεύω
νισάν (το)
νισανλής (ο)
νισανλούς (ο)
νισαντζάχ (το)
νισαντζής (ο)
νισαντσής (ο)
νισαφλούκ (το)
νισπατλούχ (το)
νισπάτς (ο)
νιτέα (η)
νίφκουμαι
νίφτω
νιώθω
Νογάνης (ο)
νοΐζω
νοικάτορας (ο)
νόμα
νομάτ (οι)
νόμε
νομλής (ο)
νομοκάνονον (ο)
νόμος (ο)
νοπρανωτός (ο)
νοσσάκ (το)
νοσσάκα (η)
νόσταση (η)
νόστιμεσα (η)
νοστιμεύκουμαι
νόστιμος (o)
νοτεμένος (ο)
νοτιάουμαι
νοτίζω
νοτίουμαι
νότος (ο)
νούδ (το)
νούνιγμαν (το)
νουνίζω
νούνιμαν (το)
νουνιχτά
νούς (ο)
νουσαλούς (ο)
νουσσάκ (το)
νουσχά (η)
νουφούς (το)
νοφούς (το)
νοφούς μιτίρης (ο)
νοφρείον (το)
νοχούτ (το)
νταβά (η)
νταντής (ο)
Ντέβι (το)
ντεγιάμ
ντεέφκουμαι
ντελμές (ο)
ντερβέσης (ο)
ντερμάν (το)
ντί
ντιβανελούκ (το)
ντίλεγος
ντίλεος
ντιλμπέρης (ο)
ντιουνγιά κιουζελήσα (η)
ντό
ντο λοής
ντό σίλεγος
ντόθενα
ντόϊσος (ο)
ντολαμάτς (το)
ντορβάς (ο)
Ντορής (ο)
ντος
ντοσιλεγός
ντοσίλεος
ντού
ντουβάρι (το)
ντούπι (το)
ντοχτούμαι
ντράνεμα (το)
ντρανώ
ντωγμένος (ο)
ντώσιμον (το)
ντώχκουμαι
νύμφια (τα)
νύσ
νυφαδόπον (το)
νυφαδότε (η)
νυφάτικος (ο)
νύφε (η)
νυφείον (το)
νυφείος (ο)
νυφέπαρμαν (το)
νύφια (τα)
νυφίτσα (η)
νυφίτσας σκόρδο (τη)
νυφόμηλον (το)
νυφόπαρμαν (το)
νυφόπον (το)
νυφοσκεπάσματα (τα)
νύχ (το)
νυχόπον (το)
νυχτερίδα (η)
νυχτιάουμαι
νυχτισνός (ο)
νυχτοήμερα (τα)
νυχτοπούλ (το)