Αναζήτησε τη μετάφραση μίας λέξης

Στο λεξικό είναι καταχωρισμένα 19830 λήμματα

αδάκλυστος (ο) [Επίθετο]

Γραφή στην Ποντιακή: 1. αδάκλυστος , 2. αδά̤κλυστος Προφορά: 1. αδάκλυστος , 2. αδεάκλυστος
  1. αυτός που δεν ξεπλύθηκε Πηγή: Ιδίωμα Χαψίκιοϊ και Περιχώρων - Στυλιανός Κων. Κυκκίδης

Παρατηρήσεις - Σχόλια