Αναζήτησε τη μετάφραση μίας λέξης

Στο λεξικό είναι καταχωρισμένα 19831 λήμματα

κονουσεύω [Ρήμα]

Γραφή στην Ποντιακή: κονουσ̌εύω Προφορά: κονουσεύω
  1. μιλώ, συζητώ Πηγή: Λεξικό της Ποντιακής Διαλέκτου Στάθη Αθανασιάδη (Γεροστάθη)

    Προέλευση:
    τουρκική

    Παράδειγμα:
    Δύο άντροι εκονουσ̌εύανε σον καϊβέ. (Ιδίωμα: Οινόης)

Παρατηρήσεις - Σχόλια