Αναζήτησε τη μετάφραση μίας λέξης

Στο λεξικό είναι καταχωρισμένα 19831 λήμματα

σκουντουλίζω [Ρήμα]

Γραφή στην Ποντιακή: σκουντουλίζω Προφορά: σκουντουλίζω
  1. ευωδιάζω, μοσκοβολώ Πηγή: Λεξικό της Ποντιακής Διαλέκτου Στάθη Αθανασιάδη (Γεροστάθη)

    Ιδίωμα:
    Αργυρούπολης

    Παράδειγμα:
    1) Κορ' δόμα έναν φίλεμαν να σκουντουλίζ' το ψ̌όπο σ'.
    2) Εσκουντούλ’τσεν εκείν’ τ’ απέσ’ ας σην βασιλοπούλαν.

Παρατηρήσεις - Σχόλια