Αναζήτησε τη μετάφραση μίας λέξης

Στο λεξικό είναι καταχωρισμένα 19831 λήμματα

σιμίζω [Ρήμα]

Γραφή στην Ποντιακή: σιμίζω Προφορά: σιμίζω
  1. γλιστρώ Πηγή: Λεξικό της Ποντιακής Διαλέκτου Στάθη Αθανασιάδη (Γεροστάθη)

    Παραδείγματα:
    1) Τα κορκότα, με το νερό αφαιρώ τις πέτρες του σιταριού που θα γίνει κορκότο.
    2) Εσιμίεν κι εκατήβεν έμπρια του (Γλίστρησε και κατέβηκε μπροστά τους).
    3) Σιμίζ το μάθημαν (ξέρει καλά).

Παρατηρήσεις - Σχόλια