Παραδείγματα:
1) Ετελείωσεν το θέρος. (τελειώνω)
2) Δουλεία ντο τελείται με την παράν μη φοάσ' ατό. (τελειώνω)
3) Σο μέρωμαν απάν' ετελείωσεν. (πεθαίνω)
4) Τελείνταν τα ημέρασ ατ'. (πεθαίνει)
Προέλευση:
Από το αρχαίο ελληνικό ρήμα τελώ= συμπληρώνω
Παθητική φωνή:
τελείμαι και τελειούμαι= τελειώνομαι