Λεξικά
Γραμματική
Παιχνίδια
Φορείς
Λεξικά
Γραμματική
Παιχνίδια
Φορείς
Αναζήτησε τη μετάφραση μίας λέξης
Αναζήτηση
Στο λεξικό είναι καταχωρισμένα 19831 λήμματα
Μετάβαση στο κυρίως περιεχόμενο
κιφαλοκόφτες (ο)
[Ουσιαστικό]
Προφορά: κιφαλοκόφτες
παλικάρι, ήρωας, δήμιος
που κόβει κεφάλια
Πηγή: Λεξικό της Ποντιακής Διαλέκτου Στάθη Αθανασιάδη (Γεροστάθη)
Παράδειγμα:
Είχα άντραν κ’ έτον κλέφτες, κι αδελφόν κιφαλοκόφτεν.
Παρατηρήσεις - Σχόλια
Παρατηρήσεις - Σχόλια