Αναζήτησε τη μετάφραση μίας λέξης

Στο λεξικό είναι καταχωρισμένα 19831 λήμματα

ζευνίς (το) [Ουσιαστικό]

Γραφή στην Ποντιακή: ζευνίσ̌' Προφορά: ζευνίς
  1. Πηγή: Λεξικό της Ποντιακής Διαλέκτου Στάθη Αθανασιάδη (Γεροστάθη)

    Ερμηνείες:
    1) το μέρος του τραχήλου των αροτριώντων ζώων, όπου τοποθετείται ο ζυγός
    2) ο σπόνδυλος του τραχήλου που συνδέει το κεφάλι με την σπονδυλική στήλη
    3) χάνδρα χρωματιστή που χρησιμοποιείται σαν προβασκάνιον

    Ιδίωμα:
    Σταυρί

Παρατηρήσεις - Σχόλια